|
Έλληνες στρατιώτες σε υποχώρηση, Απρίλιος 1941, Αρχείο Bundesarchiv Bild 101I-163-0318-09 |
του Γιώργου Τσίπη, αρχαιολόγου
Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, σκέφτομαι τα φτωχά παιδιά. Είναι αυτά που χάθηκαν στον πόλεμο. Οι πλούσιοι και τα παιδιά τους έφυγαν βράδυ. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του ναυάρχου Αλέξανδρου Σακελλαρίου για την αναχώρηση της βασιλικής οικογενείας και της κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερού, λίγες μέρες πριν καν εισβάλουν οι Γερμανοί στην Αθήνα (27-4-1941). Πήραν δε μαζί τους και τα χρυσαφικά τους, τα σκυλιά τους, τα γατιά τους, και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Και όχι μόνο έφυγαν, αλλά είχαν και το θράσος να δικαιολογήσουν την πράξη τους. Σε μήνυμά του προς τους Έλληνες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' δικαιολογεί την διαφυγή στην Κρήτη «ίνα ελευθέρως και από ελευθέρας Ελληνικής γης δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον κατά των εισβολέων αγώνα, μέχρι της τελικής νίκης, ήτις και θα επιβραβεύση πλήρως τας μεγάλας θυσίας του Έθνους». Και συνεχίζει ο σχολιαστής, αναφερόμενος στην θέα των προνομιούχων, που πρώτοι εγκατέλειψαν την πατρίδα: «Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών, που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Έλληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις, μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά, ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς.».