Κανονικά έπρεπε να είμαι ένας από τους πιο ευτυχείς ανθρώπους στον κόσμο. Μπορεί να χρωστάω μικροποσά δεξιά-αριστερά, στην Εφορία, στη ΔΕΗ, σε φίλους και συγγενείς, στο ασφαλιστικό ταμείο μου, αλλά δεν χρωστάω σε τράπεζα (χρωστάει η συμβία μου, βέβαια, για το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, αλλά προσποιούμαι ότι δεν με αφορά). Δεν είμαστε «κόκκινοι» οφειλέτες, βρε αδερφέ. Κι επειδή η τράπεζα είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου όταν δεν της χρωστάς, υποτίθεται ότι εγώ μπορώ να πάω σε μια από τις φίλες μου (τράπεζες) και να ζητήσω ένα δάνειο: ξυλοδάνειο, πετρελαιοδάνειο, αεριοδάνειο, πελετοδάνειο, ρευματοδάνειο, κάτι ταπεινό και ελεγχόμενο για να βγάλουμε τον χειμώνα χωρίς να ξεπαγιάσουμε. Θα με κόψει η φίλη μου η τράπεζα, θα δει τους λογαριασμούς με τα τρελά υπόλοιπα -25 ευρώ ο ένας, 0,75 ο άλλος-, θα δει και τα εκκαθαριστικά με το θηριώδες εισόδημα των 14.000 ετησίως και θα πει «πού πας ρε Καραμήτρο», κατά το γνωστό ανέκδοτο, μια και δεν με λένε Καραμήτρο. Αλλά, ακόμη κι αν αποφασίσει η φίλη μου να είναι ευγενής, έχει τον τρόπο της να μου δείξει την έξοδο ασφαλείας. Θέλετε ένα καταναλωτικούλι για να ζεσταθεί το κοκαλάκι σας; Ωραία, με 14,1% ανοιχτής διάρκειας, 11,2% αλλά κυμαινόμενο έναν χρόνο. Να τ’ αφήσω; «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή, είπε το τίποτε στο κάτι. Κι εκείνο, το ηλίθιο, το ‘χαψε» (Δημουλά).