Ξέρεις τι θα ’θελα; Να ’ναι καλοκαίρι (που είναι) και να ’μαι και πάλι δέκα χρονώ (λέμε τώρα), στο χωριό, όταν τρυγούσανε τ’ αμπέλια και ’γώ βοηθούσα με το ν’ απλώνω τη σταφίδα στ’ αλώνια κι ανταγωνιζόμασταν με τη Λενούλα για το ποια θα τελειώσει πρώτη τη σειρά στο άπλωμα. Κι όταν κουραζόμουν, καθόμουν θυμάμαι κάτω από μια τεράστια συκιά και γέμιζαν τα ρούχα μου μυρμήγκια. Και καθόλου δε μ’ ένοιαζε. Ισα ίσα, έπιανα κάποια απ’ αυτά, τα μεγαλύτερα, και τα ’βαζα να με τσιμπάνε με τις δαγκανούλες τους στο εσωτερικό των χεριών (που είναι κάπως πιο σκληρό και δεν πονάει). Δεν τους έκανα κακό, ένιωθα ωστόσο, για λίγο έστω, πως τα ’χα κι εγώ στη δούλεψή μου – το ’παιζα εξουσία! Κι έτσι πέρναγε η ώρα, πέρναγα κι εγώ μαζί και κάπως έγινε και ξεμάκρυνα κι απ’ τη συκιά κι απ’ τ’ αλώνια και με πήρε η ώρα και με σήκωσε.