Εβαλε τον δείκτη του χεριού στο πάνω χείλος και το πίεσε σε έκφραση βαθιάς περίσκεψης. Μπροστά της –ένα τζάμι τη χώριζε–, ήταν απλωμένα ταψιά με μπακλαβάδες, κανταΐφια, κουρκουμπίνια, σιροπιαστά τετράγωνα, στριφτά σαν κοχύλια, κουραμπιέδες, αλεξανδρινά, στοίβες μελομακάρονα. Τα κοιτούσε περίσκεπτη σαν να ’λεγε «αχ και να μπορούσα να τα αγόραζα όλα».
Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε μια εμένα μια τον ζαχαροπλάστη, ζητούσε βοήθεια. Η μελαχρινή της ομορφιά φωτιζόταν περισσότερο από μάτια νεφρίτη, πράσινο σκούρο, τύχη να το βλέπεις να σε περιεργάζεται.