Για σκέτη κακία πρόκειται, η οποία εντούτοις μακροημερεύει,
παραδιδόμενη από γενιά σε γενιά σαν σκυτάλη αδικίας, παριστάνοντας τη
μετρημένη διάγνωση που βασίζεται στην κοινή υποτίθεται εμπειρία και στον
νηφάλιο έλεγχο των πραγμάτων: «Οι αρχαιολόγοι με τις ιδιοτροπίες τους
ανακόπτουν μονίμως την πρόοδο του τόπου. Είναι δέκα φορές χειρότεροι από
τους λυρικοβουκολικούς οικολόγους, άλλωστε είναι και πολύ παλιότεροι.
Είναι οι τρισχειρότεροι. Πάσχουν από κάτι ανάμεσα σε ιδεοληψία και
θρησκοληψία. Για τρεις παλιούς τάφους, και μάλιστα άνευ πλουσίων
κτερισμάτων, μπορούν να παγώσουν ολόκληρο επενδυτικό πρόγραμμα, πρότζεκτ
σε πιο βαρύγδουπο ιδιόλεκτο, και να κρεμάσουν αναπτυξιακά οράματα και
παραγωγικά θάματα. Ζουν εκτός τόπου και χρόνου, μέσα σε φυσαλίδες
αυτοαναφορικότητας, αυτάρκειας και αυταρέσκειας, χωρίς επαφή με το
περιβάλλον. Με τον ρεαλισμό, με την πραγματική ζωή, έχουν τη σχέση του
διαβόλου με το λιβάνι, ή του κουνουπιού με το φιδάκι».