«Φεύγω», μου λέει, «το πήρα απόφαση». Φεύγει για τη μακρινή Σουηδία. Τα μέτρησε από δω, τα ζύγισε από κει και κατέληξε πως δεν βλέπει φως εδώ.
Τον καταλαβαίνω. Μέχρι τα τριάντα σπούδαζε κι όταν τέλειωσε δεν βρήκε μια δουλειά ανάλογη των προσόντων του, αλλά κυρίως των επιθυμιών του. Εγιναν έτσι τα πράγματα πια, είμαστε πολίτες ενός κόσμου δίχως μια εμφανή γραμμή τερματισμού. Τα θέλγητρα του «έξω κόσμου» μας βάζουν σε «πειρασμό», μας γοητεύουν. Ο μεγαλύτερος πειρασμός είναι η ελπίδα ότι θα «θεραπευτεί» η φτώχεια μας αν μετοικήσουμε σε μια άλλη χώρα.