Ο πατέρας μου, παιδάκι τότε, έζησε τον πόλεμο. Και τον εμφύλιο. Την μπότα του φασισμού και την τρομοκρατία της πείνας. Έζησε το 1-1-4 και τους Λαμπράκηδες. Τη Φρειδερίκη-φρίκη και τον ανύπαρκτο Παύλο. Τον Κοκό και τα διόδια για βασιλόπροικες ή βασιλόπροκες, όπως το εκλάβετε.
Τον Καραμανλή και το Γεώργιο Παπανδρέου, τη χούντα και τη μεταπολίτευση, το ζιβάγκο του Αντρέα, του Γεωργίου Μαύρου την ήττα, το «δε θέλω ου» του Ράλλη, το μουστάκι του Κατσιφάρα, το φουλάρι της Μελίνας να ανεμίζει με φόντο τον Παρθενώνα, του Γεννηματά τις ιδέες και του Τρίτση το σακάκι στον ώμο.
Τον θυμάμαι να κλαίει όταν ο Αντρέας, από το μπαλκόνι, είπε τη σημαίνουσα τότε φράση «Η Ελλάδα, στους Έλληνες».