Μ' έπιασε ένα απ' αυτό, ένα απ' τ' άλλο, τα νευροφυτικά μου, τα οργουελικά μου, όλα μ' έπιασαν επαρκώς και ταυτοχρόνως. Με το που έσκασε η μάσκα με την ελληνική σημαία πάνω, πίσω από την κάσκα της επιστημοσύνης του... Σωτήρη (βλέπε τοτέμ, «κάτω τα χέρια», τεχνοκράτη, ψάλτη, θεσμικού παράγοντα, πατέρα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη), δεν άντεξα. Ως κόρη κι εγώ πήρα αμέσως τη μάνα, μανούλα, μαμά: «Δεν θ' αντέξω κι άλλο εγκλεισμό, μαμά!». «Εγώ τι να πω; Που πρέπει να φύγω αύριο με τον πατέρα σου άρον άρον για τις ελιές; Και να μην ξέρω και πότε θα γυρίσω!». Ποια ελληνοφρενική μάσκα, ποια επιστημολογική κάσκα, ποια καραντίνα; Το σενάριο η βασική τροφοδότης μου να λείψει για βδομάδες δεν το είχα φανταστεί. Βλέπεις, τέτοια είμαι. Θες από έλλειψη χρόνου, θες από πλήρη έλλειψη μαγειρικής δεινότητας, αν δεν βάλει τσουκάλι η μάνα, μ' ελιά και παξιμάδι τη βγάζουμε. «Και γω τι θα τρώω;» ρωτάω απεγνωσμένα. «Μα έχω φτιάξει ψαράκι» με αποστομώνει.