Ιστορικά η έννοια του χρήματος ακολουθεί πάντοτε συμβάσεις. Για παράδειγμα, στις αρχές του 19ου αιώνα ένα νόμισμα που είχε σαφώς μεγάλη αξιοπιστία στην περιοχή της Μεσογείου ήταν το Ισπανικό Δίστηλο ή Τάλιρο καθώς στην κοπή του χρησιμοποιούνταν το ασήμι του Μεξικού και είχε σταθερή περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο. Η αξία κάθε νομίσματος ακολουθούσε την πραγματική αξία του αναφορικά με την περιεκτικότητα σε χρυσό ή ασήμι. Οι αυξημένες ανάγκες όμως της εποχής σε ρευστότητα χρειάζονταν ένα υποκατάστατο με τη μορφή χρεογράφου, που όμως από την πλευρά του προϋποθέτει την ύπαρξη σταθερού και αξιόπιστου εγγυητή. Τέτοιες εγγυήσεις μπορούσαν συνήθως να τις παρέχουν κράτη και κυβερνήσεις. Η Εμπιστοσύνη έγινε πλέον αναγκαία, υποκαθιστώντας ολοένα και περισσότερο την υλική υπόσταση του ασημένιου ή χρυσού νομίσματος. Φυσικά η μετάβαση αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη καθώς δεν δέχονταν όλοι τις πληρωμές με χρεόγραφα και χρειάστηκε να περάσει καιρός και αρκετές κοινωνικές αλλαγές για να επεκταθούν οι καινοτόμοι τρόποι πληρωμών. Στις ΗΠΑ, η ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας το 1913 είναι το επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας για την σταθεροποίηση των εγγυήσεων αλλά και της παρέμβασης του Κράτους στη νομισματική πολιτική.