Την κυνηγούσα εδώ και μήνες. Η ιστορία
της είχε φτάσει στα αυτιά μου σας θρύλος. «Στο Παγκράτι κυκλοφορεί μια
γυναίκα με τρία μαυράκια». Έτσι ακριβώς μου είπαν και δεν έχω καμία
ντροπή να σας το γράψω. Άλλωστε όταν είσαι αποφασισμένος να γράψεις κάτι
πολύ σημαντικό, το μόνο που δεν θέλεις είναι να βάλεις φίλτρο στην
γλώσσα σου. Θα σας τα γράψω λοιπόν έτσι ακριβώς όπως έγιναν.
Από την ημέρα που μου είπαν για τη
«γυναίκα με τα μαυράκια», πρόσεχα περισσότερο όταν κυκλοφορούσα στα
στενά της πόλης. Πίστευα ότι θα έστριβα και θα έπεφτα πάνω της. Θα είχε
βγει βόλτα με τα παιδιά της. Παιδιά της; Και που ήξερα ότι είναι παιδιά
της; Ρωτούσα λοιπόν και κάθε δέκα μέρες μάθαινα και ένα νέο στοιχείο.
«Είναι γιατρός, παιδίατρος» με πληροφόρησε κάποια στιγμή μια φίλη. Η
φαντασία μου έκανε βόλτες σε κινηματογραφικά σενάρια. «Μια ελληνίδα
γιατρός που είχε πάει στην Αφρική και έκανε τρία παιδιά που …». Μπα.
Ήμουν σίγουρος ότι τα πράγματα ήταν αλλιώς. «Την βρήκα αλλά δεν θέλει να
μιλήσει» μου είπε ένα πρωί μια συνεργάτης μου. «Δεν συμπαθεί την
τηλεόραση και δεν θέλει να βγάλει τη ζωή της στα παράθυρα». Χαμογέλασα
ενώ όλοι δίπλα μου νόμιζαν ότι θα θύμωνα και τέλειωσε εκεί το θέμα. Για
τους άλλους, όχι για μένα. Τι έχουμε εδώ λοιπόν; Έναν κανονικό άνθρωπο
που δεν θέλει να ξυπνήσει το πρωί και να δει τα τηλεοπτικά βαν των
εξωτερικών μεταδόσεων στο πεζοδρόμιο της. Στο πρώτο τηλέφωνο μας ήταν
κοφτή αλλά ευγενική. Είχε προσέξει όλες τις δουλειές μου, που την
αφορούσαν. Είχε δει την εξομολόγηση του Τατσόπουλου για την υιοθεσία
του, είχε διαβάσει τη συνέντευξη με την Καλογεροπούλου για τον δικό της
υιοθετημένο άρχοντα. Και εκεί που έχουμε αρχίσει να τα λέμε, μου έκλεισε
το τηλέφωνο βιαστικά, προσθέτοντας ένα ασθενικό «θα τα ξαναπούμε». Στο
επόμενο τηλεφώνημα τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Θα μιλούσε στα Νέα, άλλωστε
ήταν η εφημερίδα που διάβαζε ο πολυαγαπημένος της πατέρας, αλλά υπό μια
προϋπόθεση. Να μην «μαρτυρούσα» τίποτε που θα βοηθούσε τα κανάλια να
φθάσουν έξω από την πόρτα της και το σχολείο των παιδιών της.