«Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή το τουφέκι
ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί./ Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί; Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν'
ανεβεί./ Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών, ακούω ξύλα,
ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών./ Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου
είν' αίματα πηχτά, και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά/
Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,/ και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά./ Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού
ξεψυχισμοί./ Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά, και το
αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά./ Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των
Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!».
Αυτό προφανώς και δεν είναι ο «ύμνος στη βία». Είναι αποσπάσματα και στίχοι από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν».
Και προέρχεται δια χειρός Διονυσίου Σολωμού. Οι κύριοι του
«καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;» τι έχουν να πουν; Τον…
καταδικάζουν τον Σολωμό; Τον… καταδικάζουν τον ελληνικό εθνικό ύμνο; Το «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή» το καταδικάζουν;