Δουλεύοντας, λοιπόν, για τους στίχους
του διαχρονικού, δυστυχώς, έργου του Αριστοφάνη ο «Πλούτος» θα ήταν
αδύνατον, για μένα, να αγνοήσω το προφανές, δηλαδή την περιρρέουσα
ατμόσφαιρα όπως λέμε, όπου το μόνο περιρρέον είναι οι πακτωλοί του μη
χειροπιαστού χρήματος που δημιουργούν τη συσσώρευση κεφαλαίων της
προαναγγελθείσας αυτής κρίσης, άσχετα αν εμείς κωφεύαμε. Όλα τα άλλα
στάσιμα, το μεταπολιτευτικό έλος.
H χούντα δεν έπεσε το εβδομηντατέσσερα.
Πάνε σαν χτες, 52 χρόνια από την επταετία που σύστησε το άλλοθι κάθε
μεταπολιτευτικής σοφιστείας (Mέταπολίτευση τη λέμε ακόμα μια και δεν
μεσολάβησε κάποιο άλλο μείζον γεγονός πέρα από την αύτανδρη παράδοση
της χώρας ). Η χούντα δεν έπεσε το 73 ακουγόταν για χρόνια σε δρόμους
και πλατείες. Αλλά πάει η στάμνα για νερό και η χούντα με πανό , πάει
και δεν γυρίζει. Και έτσι μια μέρα ξανασυστηθήκαμε. «Και σεις χούντα;
Kαλέ και εμεις, και εμείς». Λέτε να μην το πλατειάσουμε τόσο; Σωστά ας
μην γενικεύουμε αγρίως, υπάρχουν πολλοί σε αυτόν τον τόπο που
αγωνίζονται εμποδίζοντας τους άλλους να αγωνιστούνε. Άλλοι πάλι
αισθάνονται φιμωμένοι αλλά όταν τους δίνεται ένα μικρόφωνο τα λένε
ακαταλαβίστικα, και το μόνο που καταλαβαίνει ο αποδέκτης του μηνύματος
τους είναι ότι έχουν κι αυτοί δικαιώματα, έχουν δικαιώματα αλλά δεν
ξέρουν που να τα βάλουν.