Πολύ με εκνευρίζει όταν προσπαθώ να πληκτρολογήσω μερικές αράδες από
φράσεις που πρέπει επειγόντως να διατυπωθούν, να αποθηκευτούν και να
εκτυπωθούν εγκαίρως, αλλά τα δάκτυλά μου ιδρώνουν και γλιστράνε και
πατάνε άλλα πλήκτρα από αυτά που θέλω να πατήσω. Ένα περίεργο πράγμα,
είναι κάποιες τέτοιες στιγμές, που, όσες φορές κι αν σκουπίσω τον ιδρώτα
από το δέρμα μου, αυτός δεν στεγνώνει με τίποτα, στέκω για ώρες έτσι,
ολόκληρος, νωπός κι αλαφιασμένος. Αυτό βέβαια συνδυάζεται και με άλλα
τέτοια αλλόκοτα συμπτώματα, όπως, ας πούμε, το ότι στα καλά καθούμενα
νιώθω να με σφίγγουν οι κρόταφοί μου, είναι σαν κάποιος να στέκεται πίσω
μου και ν’ ακουμπάει και τις δύο τις κάννες από όπλα ζεματιστά εκεί
πέρα και τις στρίβει διαρκώς κι ολοένα και πιο μέσα και πάει να με
πεθάνει. Μετά από λίγο, το σφίξιμο αυτό θα πάει παρακάτω και θα κάτσει
στο λαιμό, αφαιρώντας κάθε ίχνος από το σάλιο μου, είναι λες και
καταπίνω καρφιά που γδέρνουνε αργά κι επαναλαμβανόμενα τον οισοφάγο μου.
Όσο η ώρα περνάει, όλα αυτά θα συνδυάζονται μεταξύ τους, με το
χειρότερο να συμβαίνει μέσα στο στομάχι μου, που στριφογυρνάει και
δένεται, λες κι είναι γόρδιος δεσμός, διπλώνεται κι αναδιπλώνεται, και
δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζομαι και πέφτω στο πάτωμα και
δένομαι σαν κόμπος κι εγώ. Τότε είναι που τίποτε δεν πάει κάτω. Ούτε
νερό, ούτε φαγητό, ούτε όρεξη, ούτε ανάσα, ούτε τίποτα. Κι είναι κι αυτή
η καρδιά μου, η τραυματισμένη, που με κουφαίνει και χτυπάει δυνατά, λες
κι ετοιμάζεται να σπάσει. Όπως κι εγώ που κοντεύω να σπάσω το άτιμο το
πληκτρολόγιο, γαμώ τα πλήκτρα του, γαμώ, τα νευρά μου εντελώς έχουνε
σπάσει. Κι αγχώθηκα.