«Ε ρε τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε. Ε ρε τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε!». Το είπε δυο φορές. Την πρώτη, πιο μαμαδίστικα, σχεδόν τρυφερά. Τη δεύτερη, πιο εμφατικά, περισσότερο σπαραξικάρδια, με κάτι από υποδόριο θυμό.
Την είχα προσέξει πρωτύτερα, καθώς πολύ μου είχαν αρέσει τα χέρια της. Ευγενικά δάχτυλα αφημένα εξίσου ευγενικά πάνω στην τσάντα της. «Σας συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε η διπλανή της. «Μα δεν βλέπετε πως θέλουν ν’ αυξήσουν τον κατώτατο μισθό και ούτε αυτό τους αρέσει;» απάντησε η κυρία «ευγενικά δάχτυλα». Το εγγόνι της σκεφτόταν, που θα χαιρόταν με την αύξηση, και με την αντιπολίτευση τα είχε, που «λέει άλλ’ αντ’ άλλων».