Είπαν: Θα μοιράσουμε το χωράφι. Το μοίρασαν. Έπειτα είπαν: Θα μοιράσουμε το αμπελάκι. Το μοίρασαν κι αυτό. Κι έπειτα είπαν: Ας μοιράσουμε και το σπίτι. Πώς μοιράζεται το σπίτι των γονιών, το σπίτι των παιδικών σου χρόνων; Ένας φίλος πρότεινε να το πουλήσουν, να το δώσουν για αντιπαροχή και «θα είστε μια χαρά!».
Τα δυο αδέρφια, ο μικρός και ο μεγάλος, βρήκαν έναν εργολάβο. Έκλεισαν ραντεβού. Η αλήθεια είναι πως όλες οι άλλες «μοιρασιές» έγιναν μέσω δικηγόρων. Μια παλιά έχθρα τούς κρατούσε σε απόσταση. Το ότι πριν πεθάνει ο πατέρας τους δεν τακτοποίησε τα κληρονομικά τούς έφερε σε αμηχανία, για να μην πω τους εξόργισε. Τώρα έπρεπε να βρουν οι δυο τους την άκρη.