Στη φυλακή, για να περάσουν οι ατέλειωτες ώρες, ακούγαμε και λέγαμε ιστορίες από τις ζωές μας. Είχαμε έναν παπά μαζί μας που δεν ξέραμε γιατί τον είχαν φέρει. Και ήρθε η σειρά του να μιλήσει για κάποιον κρατούμενο από τα παλιά. Μας άρεσαν αυτές οι ιστορίες.
Ηταν το δικό μας μέλλον. Δέκα μέρες χωρίς νερό και φαγητό στο σκοτάδι, χωρίς μιλιά ανθρώπου. Και όταν η πόρτα άνοιξε, πόνεσαν τα μάτια του από το φως. Εβλεπε μόνο σκιές. Δύο φύλακες τον υποβάσταζαν για να μη σωριαστεί. Και τον πήγαν στον διοικητή. Θα σταυρωθείς, του είπε.