Σε ένα χωριό της ορεινής κεντρικής Ελλάδας δρούσε κατά τη διάρκεια
του Μεσοπολέμου μια παρέα φίλων -ακαμάτηδων κλεφτοκοτάδων-, που το
μοναδικό τους μέλημα ήταν πώς θα ξεγελάσουν τους συγχωριανούς τους και
θα αρπάξουν τα απαραίτητα για ένα καλό γλεντοκόπι.
Ενα πρωινό, αρχές του φθινοπώρου, η παρέα σκότωνε την ώρα της στο
καφενείο του χωριού. Την πρωινή βαριεστημάρα των φίλων διέκοψε η
παρουσία ενός συγχωριανού τους, που στεκόταν μερικές δεκάδες μέτρα
μακρύτερα. Αυτό που τους τράβηξε την προσοχή ήταν η αντανάκλαση του
ήλιου στο καινούργιο ρολόι του συγχωριανού τους, ο οποίος είχε
επιστρέψει στο χωριό ύστερα από κάποιους μήνες δουλειάς στα μεταλλεία
του Λαυρίου.