Κοιμήσου, αγγελούδι μου. Θα βρω και θα σου πω λεξούλες, λογάκια
τρυφερά, για να σε πάρει ο ύπνος. Ξέρεις, όταν ήμουν πιο μικρός, πριν
γίνω ο μπαμπάς σου, δεν έβρισκα καθόλου ενδιαφέρον στα νανουρίσματα. Δεν
ήταν λίγες οι φορές που με πιάνανε τα γέλια, τα θεωρούσα λιγάκι
ξενέρωτα όλα αυτά. Ναι, είναι εκείνη η φάση που περνάει κάθε άνθρωπος
στη ζωή του, τότε που τα αμφισβητείς όλα, καθώς μυθοποιείς κι
απομυθοποιείς τους πάντες και τα πάντα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα.
Είναι τότε που αφήνεις πίσω σου μια και καλή τη μωρουδιακή σου
κατάσταση, καθώς εισβάλλεις στην κοινωνία μέσα για πρώτη φορά και θες να
φωνάξεις, να σκληρύνεις, να επαναστατήσεις για έναν κόσμο καλύτερο,
έναν κόσμο που πιστεύεις ακράδαντα ότι θα τον αλλάξεις εσύ μαζί με τους
φίλους σου. Ναι, είναι τότε που αν πιάσεις τον εαυτό σου να μωρουδίζει,
να του ξεφεύγουν μερικά χαϊδεμένα λόγια, νιώθεις ενοχές, λες μέσα σου
ότι δεν γίνεται, πρέπει να πάψεις να μιλάς έτσι, πάει, μεγάλωσες πια,
τέρμα οι αγκαλίτσες με τη μανούλα και τον πατερούλη, τέρμα τα κλάματα
για να πετυχαίνεις τα κάθε λογής χατίρια, τέρμα η πιπίλα της αγνότητάς
σου που αρνείσαι πεισματικά να σταματήσεις να τη μασουλάς, κοτζάμ
άντρας. Τι κι αν λες συνέχεια για τότε που την πέταξες μπροστά στους
γονείς σου για να κάνεις επίδειξη δύναμης, να υπερηφανευτείς ότι τα
κατάφερες κι απεξαρτήθηκες από την πρώτη μεγάλη εξάρτηση της ζωής σου.
Αφού κρύβεις απ’ όλους ότι εκείνη τη νύχτα μυξόκλαιγες κάτω από τα
σκεπάσματα γιατί, παρά τη γενναία σου πράξη, σε ξενυχτούσε η έλλειψη που
ένιωθες στο στόμα. Ησυχία, είπαμε! Πιπίλες, νανουρίσματα, παιδικότητα.
Κοιμήσου.