Σαν να πετάχτηκε απ' το κρεβάτι του μέσα σε εφιάλτη. Μένοντας μόνος,
ολομόναχος, έβαλε νερό στην καφετιέρα, έστω να συνομιλήσει με το
γουργουρητό της. Ανοιξε το ραδιόφωνο, να είναι και κάποιος άλλος στο
έρημο σπίτι. Το γουργουρητό της καφετιέρας έδειχνε σαν να ήταν
αλλοτριωμένη γλώσσα, που της ήταν φοβερά δύσκολο να το ξέρει η ίδια. Σαν
να έψαχνε η ίδια η μηχανή μια εξωτερική δικαιολογία για τη λειτουργία
της. Μια υπερβατολογική εξήγηση, αφού είχε χάσει, φαίνεται, προ πολλού
μια δική της απάντηση σε δικό της ερώτημα.