Ενώ εγώ βρίσκομαι στην αποδρομή του εργασιακού βίου μου και, συνειδητά ή ασυνείδητα, μετρώ ένσημα, ασφαλιστική ιστορία και πλασματικά χρόνια, μπας και βρω πόρτα εξόδου στο συνταξιοδοτικό καθαρτήριο, η κόρη μου μόλις αρχίζει τη μεγάλη περιπλάνησή της στο αχαρτογράφητο, άγνωστης διάρκειας και αδιάφορο για ημερομηνία συνταξιοδοτικής λήξης εργασιακό τοπίο. Τα βασικά της εφόδια δεν είναι ένα πτυχίο, μια-δυο γλώσσες, ένα μεταπτυχιακό, ένα δεύτερο ίσως αργότερα, μερικές ψηφιακές δεξιότητες και η ευχέρεια περιπλάνησης στον εικονικό, γενναίο νέο κόσμο. Τα θεμελιώδη προσόντα της είναι πως αυτή, όπως όλα τα παιδιά της γενιάς της, ξεκινούν με τη -συμβολικά νομοθετημένη σε έναν άθλιο κατώτατο μισθό- βεβαιότητα ότι πρέπει να πορεύονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις από την εργασιακή ζωή τους. Αλλά κι ότι ξεκινούν με προσδόκιμο ζωής αρκετά υψηλότερο από της δικής μας γενιάς. Κάθε νέα και νέος που μόλις μπαίνει στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό σύστημα έχει μπροστά του τουλάχιστον 40 χρόνια δουλειάς κι ένα προσδόκιμο ζωής που τείνει σταθερά προς τα 90 χρόνια. Αν δεν μεσολαβήσει ένας κανονικός παγκόσμιος πόλεμος ή μια πιο φονική πανδημία, η αμέσως επόμενη γενιά μπορεί με ασφάλεια να χτυπήσει ένα προσδόκιμο κοντά στα 100.