Η μπομπότα είναι μια γλυκιά πίτα, την οποία την έτρωγαν κατά την περίοδο της φτώχειας, της Γερμανικής και Ιταλικής κατοχής.
Στον πόλεμο του 1940 στην Ελλάδα επικρατούσε φτώχεια και ο κόσμος δεν είχε τρόφιμα. Ζούσε από ότι του πρόσφερε η γη. Ένα από τα φυτά που καλλιεργούσε ο λαός τότε το καλαμπόκι. Από νωρίς τον Απρίλιο ξεκινούσε η διαδικασία της σποράς. Τότε δεν υπήρχαν τα τρακτέρ και η κάθε οικογένεια είχε από ένα άλογο. Σε αυτό το άλογο έδεναν πίσω το αλέτρι και όργωναν τα χωράφια και το έσπερναν καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το πότιζαν με νερό είτε από το πηγάδι είτε από το ποτάμι.
Το Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στο μύλο με τα άλογα και το έκαναν μπομπότα. Από το μύλο έπαιρναν την μπομπότα σε σακιά και την μετέφεραν στο σπίτι με τα άλογα. Έπειτα η νοικοκυρά έπαιρνε την μπομπότα και την κοσκίναγε μέσα σε μια ξύλινη σκάφη, εκεί ξεχώριζε το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη με το χοντρό αλεύρι όπου το μάζευαν και το έδιναν στα ζώα τους.
Στον πόλεμο του 1940 στην Ελλάδα επικρατούσε φτώχεια και ο κόσμος δεν είχε τρόφιμα. Ζούσε από ότι του πρόσφερε η γη. Ένα από τα φυτά που καλλιεργούσε ο λαός τότε το καλαμπόκι. Από νωρίς τον Απρίλιο ξεκινούσε η διαδικασία της σποράς. Τότε δεν υπήρχαν τα τρακτέρ και η κάθε οικογένεια είχε από ένα άλογο. Σε αυτό το άλογο έδεναν πίσω το αλέτρι και όργωναν τα χωράφια και το έσπερναν καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το πότιζαν με νερό είτε από το πηγάδι είτε από το ποτάμι.
Το Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στο μύλο με τα άλογα και το έκαναν μπομπότα. Από το μύλο έπαιρναν την μπομπότα σε σακιά και την μετέφεραν στο σπίτι με τα άλογα. Έπειτα η νοικοκυρά έπαιρνε την μπομπότα και την κοσκίναγε μέσα σε μια ξύλινη σκάφη, εκεί ξεχώριζε το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη με το χοντρό αλεύρι όπου το μάζευαν και το έδιναν στα ζώα τους.