Η ιστορία που θα σας διηγηθώ μπορεί και να μη σας αρέσει. Μιλάει για
τα Χριστούγεννα αλλά όχι με τον τρόπο που έχετε συνηθίσει. Δεν θα σας πω
για χαρούμενες οικογένειες που μαζεύονται μέχρι και ένα μήνα πριν γύρω
από το δέντρο και το στολίζουν με ανυπομονησία και χουχουλιάρικα
χαχανητά. Ούτε για πρωτότυπες συνταγές και ευφάνταστα γλυκά που
σερβιρίστηκαν πάνω στα στολισμένα τραπέζια και που τοποθετήθηκαν όλα με
τρόπο τέτοιο, ώστε να τα βλέπει μέχρι και ο γείτονας που στέκεται και
θαυμάζει, όταν δήθεν κάποιος εντελώς τυχαία ξέχασε να κλείσει την
εξώπορτα. Δεν θα σας πω για τις πιο γουστόζικες και πιο μοδάτες μπάλες
που αγοράστηκαν μετά από ώρες αναζήτησης και μελετημένης έρευνας στους
ατέλειωτους ορόφους από τα παιχνιδομάγαζα αυτού του τόπου και που μετά
τάχα φυτρώνουν και κρέμονται από τα ψεύτικα κλαριά ενός ψεύτικου δέντρου
αριστοτεχνικά, με ακρίβεια χιλιοστού, για να τονίζεται η λεπτομέρεια
της λεπτομέρειας, ειδικά για τις ευαίσθητες εκείνες στιγμές που θα
πλακώσουν στο σπίτι συγγενείς και σόγια και ασχοληθούν πρώτα με τα
ψεύτικα τα στολίδια και μετά με τους αληθινούς ανθρώπους. Δεν θα
περιγράψω τις τόσες πολλές κάλτσες που κρέμονται σαν δεύτερες κουρτίνες
μέσα στα σαλόνια των ξεκάλτσωτων ενοίκων, ούτε τα φωτάκια που δεν
χόρτασες να βάλεις μόνο στο δέντρο αλλά αδημονούσες να φτάσουν μέχρι τη
βεράντα, ως και στα κεραμίδια ανέβηκες για να συνδέσεις φώτα που θα
κάνουν ολόκληρο το σπίτι να αναβοσβήνει, ποντάροντας στο ότι έτσι μπορεί
και να το δει ο Άι Βασίλης, που ξέρεις, μπορεί να το βλέπει και να το
ζηλεύει μέχρι ο Θεός ο ίδιος. Τα ίδια. Και τα ίδια. Κάθε χρονιά.