Ένας λαχειοπώλης ήταν που γύριζε όλη
μέρα με το κοντάρι των λαχνών, πουλώντας ελπίδες για να συμπληρώσει την
σύνταξη. Κουτσός αλλά το χαμόγελό του, ολόκληρο. Τον θυμάμαι για χρόνια,
να περνά από τη γειτονιά κάθε Τετάρτη.
Στη γωνία, μετά το «γηπεδάκι», υπήρχε μία μάντρα οικοδομών, ένα σιδεράδικο και ένα καφενείο. Πελάτες ελπίδας. Τον είχαν για γουρλή. Κάποιοι είχαν κερδίσει διάφορα μικροποσά αλλά για την εποχή, ήταν λογαριασμός. Λένε, ότι σε ένα (ακαθόριστο) κάποτε, κάποιος (άγνωστος) είχε πάρει λαχείο από αυτόν, που κέρδισε ένα εκατομμύριο. Ήταν μία φήμη που ο ίδιος ποτέ δεν υποστήριξε αλλά όταν τον ρώταγες αν είναι αλήθεια, σου απαντούσε «που να ξέρω; Τόσα χρόνια πουλάω λαχεία. Αν κάποιος κέρδισε, νάναι καλά και να τα χαρεί».
Στη γωνία, μετά το «γηπεδάκι», υπήρχε μία μάντρα οικοδομών, ένα σιδεράδικο και ένα καφενείο. Πελάτες ελπίδας. Τον είχαν για γουρλή. Κάποιοι είχαν κερδίσει διάφορα μικροποσά αλλά για την εποχή, ήταν λογαριασμός. Λένε, ότι σε ένα (ακαθόριστο) κάποτε, κάποιος (άγνωστος) είχε πάρει λαχείο από αυτόν, που κέρδισε ένα εκατομμύριο. Ήταν μία φήμη που ο ίδιος ποτέ δεν υποστήριξε αλλά όταν τον ρώταγες αν είναι αλήθεια, σου απαντούσε «που να ξέρω; Τόσα χρόνια πουλάω λαχεία. Αν κάποιος κέρδισε, νάναι καλά και να τα χαρεί».