Ο Τζων έτρωγε την μακαρονάδα του, κάτω από την σιγανή μουρμούρα του air condition και τίποτα δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί και να του λείπει εκείνη την ώρα. Η εγγονή του, του χαμογελούσε συνέχεια και έμοιαζε να του λέει “τι να κάνω;”, δείχνοντας τους άλλους τέσσερις της φαμίλιας, που προτίμησαν να εκτεθούν σε ένα αεράκι, με την δροσιά ενός μικρού λίβα, στην βεράντα.
Ένα χοντρό φύλλο γυαλιού τους χώριζε, με την γυναίκα του, ακριβώς από έξω.