Νιώθω να ’χω μια τρύπα στο κεφάλι μου. Το καλοκαίρι γίνεται λίμνη με
ψάρια και τον χειμώνα γεμίζει εξόριστα μυρμήγκια. Ξέρετε, αυτά που δεν
πολυδούλευαν το καλοκαίρι. Που προτίμησαν να δουν ένα ηλιοβασίλεμα και
μια ανατολή, από το να κουβαλάνε αενάως καρπούς και σπόρους. Και τον
χειμώνα, όμως, δεν κάθονται ήσυχα. Γυρνοβολάνε στο κεφάλι μου και με
ζαλίζουν.
Δεν χαμπαριάζουν ούτε από προγράμματα ούτε από κανόνες. Εχουν φτιάξει
τη δική τους Κριστιάνια (όταν ήταν στις δόξες της, όχι τώρα). Δεν έχουν
ηγέτες, δεν θέλουν σωτήρες και μου τριβελίζουν το μυαλό συνέχεια με
μακροσκελείς μονολόγους: «Αλίμονο σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη από
πρότυπα. Αυτή η κοινωνία είναι σάπια, ανόητη, γκροτέσκα, απάνθρωπη.
Πάντα έτσι ήταν η κοινωνία. Δεν υπήρξε ποτέ αθώα...