Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια χώρα. Ήτανε μια χώρα σαν όλες τις
άλλες. Στη μέση του πουθενά και στον ομφαλό της γης, ερμαφρόδιτο γέννημα
Ανατολής και Δύσης.
Εθνικός ύμνος της ήταν η Φραγκοσυριανή σε πρόσφατη διασκευή της Πάολας,
και σημαία της ένα σουβλάκι με απ’ όλα (στην διόλου αποκεντρωτική
πρωτεύουσατο εθνόσημο απεικονίζονταν ως καλαμάκι με τζατζίκι, ενώ στο
αποσχιστικό κίνημα του βορρά ήταν εμφανή τα δείγματα κέτσαπ-μουστάρδας,
εγείροντας ενστάσεις ανάμεσα στους ιστορικούς, το γνωστό και ως
Μεσοσουβλακικό ζήτημα). Στη χώρα εκείνη κατοικούσε ένας λαός, όχι βέβαια
έτσι μονοκόμματος και ομοιογενής όπως η γλώσσα μάς αφήνει να ορίζουμε·
ήταν χωρισμένος σε μερίδες λέοντος και μερίδες ποντικού αυτός ο λαός, σε
τάξεις, όπως λένε συχνά μεταξύ τους κάτι κουλτουριάρηδες με
γυαλιά-πατομπούκαλα και γένια τριών εβδομάδων.