Φτιάχνει κεραμικά. Έφτιαχνε κεραμικά σε ένα εργαστήριο που έκλεισε.
Ανεργία. Δοκίμασε να σταθεί μόνη της. Δεν τα κατάφερε. Ανεργία. Οι ώρες
στάζουν η μία πιο κούφια από την άλλη. Γυροφέρνει ανύπαρκτη μέσα στις
μέρες της εβδομάδας, τρυπώνει από τη μία μέρα στην άλλη: καμιά τους δεν
έχει όνομα. Μια φίλη την καλεί σε ένα φεστιβάλ λαϊκής τέχνης στη Βιέννη.
Τη βοηθάει να ταξιδέψει, μένει εκεί λίγες μέρες. «Τις τελευταίες
μέρες», μου λέει, «δεν ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω.
Καθόμασταν να πιούμε έναν καφέ, περπατάγαμε στον δρόμο και έβλεπα γύρω
μου κανονικούς ανθρώπους. Κανονικούς ανθρώπους, καταλαβαίνεις;»
Καταλαβαίνω.