Ερχόταν τα πρωινά στο καφενείο του χωριού και περνάγαμε μια-δυο ώρες
μαζί, ανταλλάσσοντας εύθυμες, όσο μπορούσαμε, κουβεντούλες και
κουτσοπίνοντας. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου ή τις πρώτες του
Σεπτέμβρη, εκεί που ψιλοανοητολογούσαμε, σηκωνόταν ξαφνικά και έφευγε,
γιατί -έλεγε- είχε μια δουλίτσα στο σπίτι που έπρεπε να τη φέρει εις
πέρας. Την πρώτη μέρα δεν είπαμε τίποτα· συνέχισε όμως το βιολί του και
δεύτερη και τρίτη. «Αμάν, πια», αγανακτήσαμε, «τι διάολο δουλειά είναι
αυτή που σε θέλει κάθε μέρα να φεύγεις; Χτίζεις κανέναν ορνιθώνα και μας
το κρύβεις;». Απέφευγε να μας απαντήσει και απλώς χαμογελούσε.