«Δούλευα ως φύλακας για μια πολυεθνική εταιρεία υπηρεσιών ασφαλείας σε ένα μουσείο όπου μια αίθουσα παρέμενε κενή. Η δουλειά μου ήταν να φυλάσσω την άδεια αίθουσα, διασφαλίζοντας ότι κανένας επισκέπτης δεν άγγιζε, χμ, το τίποτα που υπήρχε μέσα στην αίθουσα και ότι κανείς δεν θα έβαζε φωτιά. Προκειμένου το μυαλό μου να βρίσκεται σε εγρήγορση και η προσοχή μου να παραμένει απερίσπαστη, μου απαγορεύτηκε οποιαδήποτε μορφή πνευματικού ερεθίσματος, βιβλία, τηλέφωνα κ.τ.λ. Καθώς δεν βρισκόταν κανείς άλλος εκεί, στεκόμουν ακίνητος και έπαιζα με τους αντίχειρές μου για επτάμισι ώρες, περιμένοντας να χτυπήσει ο συναγερμός της φωτιάς. Μόλις ετούτο συνέβαινε, έπρεπε να σηκωθώ ήσυχα και να φύγω. Αυτό ήταν».