«O Ιησούς σηκώθηκε, ένιωσε μια άπειρη δύναμη να ξυπνά στο πνεύμα του, εκείνη την ώρα ήταν ικανός να κάνει τα πάντα, να διώξει το θάνατο από εκείνο το κορμί, να κάνει να επιστρέψει σ’ αυτό η ύπαρξη και το είναι του ακέραια, ο λόγος, η κίνηση, το γέλιο και το δάκρυ ακόμη, όχι όμως κι ο πόνος, μπορούσε να πει, Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή, όποιος σε μένα πιστεύει, ακόμη και νεκρός, θα ζήσει, και θα ρωτούσε τη Μάρθα. Εσύ το πιστεύεις αυτό, και εκείνη θα απαντούσε, Ναι, πιστεύω ότι είσαι ο γιος του Θεού που θα ερχόταν στον κόσμο, κι έτσι, αφού βρίσκονται όλα τα χρειώδη διαθέσιμα και παρατεταγμένα, η δύναμη και η δυνατότητα, η θέληση να τις χρησιμοποιήσει, το μόνο που λείπει είναι ο Ιησούς , κοιτάζοντας το εγκαταλειμμένο από την ψυχή του σώμα, απλώνοντάς του τα χέρια, δείχνοντάς του το δρόμο της επιστροφής, να πει, Λάζαρε, σήκω, κι ο Λάζαρος να σηκωθεί, γιατί ο Θεός το θέλησε, ακριβώς όμως εκείνη τη στιγμή, την πραγματικά τελευταία και έσχατη, η Μαρία η Μαγδαληνή βάζει το χέρι της πάνω στον ώμο του Ιησού και του λέει. Κανείς δεν έχει αμαρτήσει τόσο στη ζωή του που ν’ αξίζει να πεθάνει δυο φορές, και τότε ο Ιησούς άφησε τα χέρια του να πέσουν και βγήκε έξω να κλάψει».
(Ζοζέ Σαραμάγκου , «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», εκδόσεις «Καστανιώτη»).