Από τα ΟΧΙ στα ΩΧ
Ρε μάγκα, κάθε φορά που έρχονται παρελάσεις, προβληματίζομαι κάπως.
Νιώθω συναισθήματα αντικρουόμενα, περίεργα. Από μικρός το έχω αυτό. Αν
μπουκάρεις μέσα στο δωμάτιό μου και ψάξεις κρυφά μέσα στα συρτάρια θα
βρεις φωτογραφίες με εμένα να κάνω παρέλαση σε όλες τις φάσεις, από το
νηπιαγωγείο μέχρι το στρατό, κάθε Οκτώβρη και κάθε Μάρτη, ήμουν πάντα
εκεί, στοιχισμένος, έτοιμος για βήμα συγχρονισμένο με τον διπλανό και με
τον μπροστινό μου. Λιώναμε στις πρόβες για καμιά ‘βδομάδα πριν, με το
δάσκαλο πάνω από το κεφάλι μας να σφυρίζει για ώρες με τον ίδιο
εκνευριστικό ρυθμό και να προσπαθεί απεγνωσμένα να φυτέψει λιγάκι
υπερηφάνεια μέσα στα αγουροξυπνημένα κορμιά μας. Να μαθαίνουμε να λέμε
ποιήματα ένδοξα με ύφος αγχωμένου παπαγάλου, να χαχανίζουμε την ώρα της
δοξολογίας, να στεκόμαστε όρθιοι την ώρα που ακούγαμε επαναλαμβανόμενους
λόγους επικήδειους για τους ήρωες του έθνους και μετά να βγαίνουμε σαν
κοτόπουλα ντυμένα μπλε που τα ‘ρίξαν έξω από το κοτέτσι και που πρέπει
ξαφνικά να βαδίσουν στρατιωτικά κάτω από τους επικούς ήχους της μπάντας
που παιάνιζε. Πάλι καλά που ερχόταν η καλύτερη στιγμή στην παρέλαση,
όταν η φιλαρμονική είχε παραταχτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να περνάμε εμείς
ανάμεσα από τα ταμπούρλα και τα άλλα όργανα που θαρρείς ότι βαράγανε
στη διαπασών. Όπως περνούσαμε μέσα από αυτό το σκηνικό ένιωθα ένα κλικ
μέσα μου, φούντωνε το στήθος μου, λες και πωρωνόμουν με την όλη φάση για
εκείνα τα δευτερόλεπτα, ενώ πέφτανε βροχή τα παρατεταμένα
χειροκροτήματα από τους παρευρισκόμενους επισήμους και ανεπισήμους. “Μπράβο, μπράβο, ελάτε να κεραστείτε σοκολατάκι μετά”.