Από μικρός λάτρευα εκείνη τη μοναδική αίσθηση που σου αφήνει το
χάραμα. Τότε που πρωτοβγαίνει ο ήλιος, τότε που η ατμόσφαιρα δεν έχει
ακόμα κατασταλάξει ανάμεσα στο ζεστό και το κρύο. Τότε που της αυγής το
αεράκι χαϊδεύει απαλά τα βλέφαρά σου για να ξυπνήσεις οριστικά. Είναι
τότε που η νύχτα μόλις έχει χαθεί και βλέπεις ακόμα απομεινάρια από το
μαύρο της να θρυμματίζονται και να χάνονται μέσα στα ουράνια στόματα της
πλάσης. Είναι τότε που τα χρώματα σμίγουν και φτιάχνουν μια ιριδίζουσα
βεντάλια και θαρρείς ότι χορεύουν μεταξύ τους και αλλάζουν διαρκώς στον
ουρανό θέση, κρύβονται πίσω από σύννεφα και εμφανίζονται ξανά,
απροειδοποίητα, λες και δίνουν τη δική τους παράσταση στον κόσμο που
αγουροξυπνά. Είναι τότε που τα πλάσματα της φύσης βγάζουν τις
καθαρότερες και δυνατότερες φωνές τους, τότε που το πέταγμά τους είναι
το πιο τρανταχτό, έτσι όπως σχίζουν τους αιθέρες και σπάζουν την άθικτη
μέχρι εκείνη την ώρα σιωπή. Είναι τότε που οι άνθρωποι χουζουρεύουν,
κρύβονται κάτω απ’ τα σεντόνια κι αγκαλιάζονται και δίνουν φιλιά ζεστά,
φιλιά γεμάτα από όνειρα, καθώς πιστεύουν ότι ακόμα ονειρεύονται στ’
αλήθεια και ότι ίσως τελικά η αλήθεια να μην είμαι μονάχα ένα όνειρο.
Είναι τότε που ο ήλιος ξεγλιστράει μέσα απ’ τις γρίλιες και κάνει
ζωγραφιές πάνω στις ημίγυμνες τις πλάτες, τότε που τα δάκτυλα
σχηματίζουν στη σάρκα ονόματα και σχήματα που πρέπει να μαντέψεις, καθώς
μπερδεύεις την αγάπη με την ανατριχίλα. Τότε που όταν λες ότι αγαπάς,
σχεδόν ανατριχιάζεις.