Κάποτε όταν ένας Χιώτης έμπορος έβγαινε στη σύνταξη και ήθελε να περάσει
το μαγαζί μαζί με όλη την πελατεία του στον γιο του, κάνανε το εξής
κόλπο:
Καθόντουσαν και οι δυο πίσω από το γκισέ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα
και σε κάθε πελάτη που έμπαινε, έσπευδε ο υιός να τον εξυπηρετήσει
λέγοντάς του, δήθεν κρυφά από τον πατέρα, ότι αν ξαναέρθει σε στιγμή που
θα λείπει ο γέρος ο παράξενος, θα του δώσει το προϊόν που ζήτησε σε
καλύτερη τιμή. Πετύχαιναν λοιπόν να καταστήσουν αντιπαθή στα μάτια των
πελατών τον απερχόμενο έμπορο και συμπαθή τον κληρονόμο του, κι έτσι
πολύ σύντομα όλη η εκλεκτή πελατεία του καταστήματος άρχισαν να περνούν
απ' έξω και να ελέγχουν πότε δεν είναι μέσα ο γέρος, για να μπουν και να
ψωνίσουν. Ο γέρος τότε άρχιζε σιγά σιγά να αποσύρεται και με τον τρόπο
αυτό σε εύλογο χρονικό διάστημα το μαγαζί περνούσε ομαλά στον υιό και
όλοι οι πελάτες του ήταν ευχαριστημένοι που ο παράξενος γέρος δεν
ξαναπατούσε ποτέ στο μαγαζί, ακόμη και όταν ο υιός σταματούσε σταδιακά
να τους κάνει εκπτώσεις.