Όταν η πόλη κοιμάται –ανεξάρτητα από το στάδιο της συγκρότησής της- κάποιο πλυντήριο δουλεύει, κάποια χέρια απλώνουν τη μπουγάδα, ανακατεύουν μια κατσαρόλα, σιδερώνουν τα ρούχα της οικογένειας.
Οι πόλεις έχουν ξυπνήσει από καιρό, κάθε τι έχει πάρει από χρόνια τη θέση του, τεχνολογικοί αυτοματισμοί και καινοτομίες έχουν αλλάξει τη ζωή μας. Όμως, εκείνες οι πρώτες που ξαγρυπνούσαν για να χτίσουν το εσωτερικό τους, τη συνοχή τους, το δέσιμό τους, (όσο οι άρρενες πληθυσμοί το πρωί εργάζονταν, το μεσημέρι ξεκουράζονταν και το απόγευμα κοινωνικοποιούνταν στα καφενεία), ποτέ δεν ακούστηκαν και ποτέ δεν μάθαμε γι’ αυτές.
Αθόρυβα και χωρίς αμοιβή και ορατότητα, παρέμειναν τα γρανάζια ενός εξοντωτικού μηχανισμού που όμως δεν θα δούλευε χωρίς αυτές.