Σε αντίθεση με τις φυσικές, στις κοινωνικές επιστήμες δεν έχουμε
την πολυτέλεια των πειραμάτων: αν θεωρούμε ότι κάτι επιδρά αιτιωδώς στην
εκδήλωση ενός φαινομένου, δεν είναι δυνατόν να αποδείξουμε τον
ισχυρισμό μας «οργανώνοντας» ένα πείραμα. Με εξαιρέσεις που
επιβεβαιώνουν τον κανόνα, κάτι τέτοιο και ανέφικτο είναι (: ως όντα με
ελεύθερη βούληση, οι άνθρωποι αντιδρούν ακυρωτικά σε ό,τι διατείνεται
πως μπορεί νομοτελειακά να προδικάσει τη συμπεριφορά τους) και
προσκρούει σε βασικές αρχές της επιστημονικής ηθικής (: σε αντίθεση με
τις πρακτικές της αρπακτικής ευρωγραφειοκρατίας του νεοφιλελεύθερου
εσμού, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν νοείται να εκλαμβάνονται ως
πειραματόζωα). Ολα αυτά όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτρέπουν τον νου
από το επιστημονικά καταστατικό αίτημα της τεκμηριωμένης επεξήγησης.
Πειράματα δεν γίνονται (και δεν πρέπει να γίνονται), όμως η
πραγματικότητα - δυστυχώς ή ευτυχώς - μας εφοδιάζει με άφθονο υλικό που
επιτρέπει την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων περί των αιτών που διέπουν τα
κρίσιμα κοινωνικά φαινόμενα. Με τρόπο δραματικό, τέτοιο ακριβώς υλικό
εισφέρει και η περίπτωση της Κύπρου. Υπό ποία έννοια; Με ποιον τρόπο;