Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 21 Απριλίου 1967, μία χούφτα στρατιωτικών έβαλε την Ελλάδα «εις τον γύψον».
«Ναι αλλά φτιάχνονταν δρόμοι και κοιμόμασταν με ανοιχτά τα παράθυρα». Το «παιδικό» αυτό επιχείρημα χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα οι θιασώτες της χούντας για να δικαιολογήσουν όλα εκείνα τα άσχημα (έως καταστροφικά) που έφερε στην Ελλάδα το «σκοτάδι» της επταετίας.
«Ναι αλλά φτιάχνονταν δρόμοι και κοιμόμασταν με ανοιχτά τα παράθυρα». Το «παιδικό» αυτό επιχείρημα χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα οι θιασώτες της χούντας για να δικαιολογήσουν όλα εκείνα τα άσχημα (έως καταστροφικά) που έφερε στην Ελλάδα το «σκοτάδι» της επταετίας.
Η περίοδο της δικτατορίας «γέννησε» πολλούς μύθους. Ένας από αυτούς ήταν πως εκείνη τη μαύρη περίοδο δεν υπήρχαν σκάνδαλα. Τα σάπια κρέατα του Μπαλόπουλου ή το περιβόητο «Τάμα του Έθνους» προφανώς είναι γεγονότα για τα οποία δεν έχουν ακούσει όσοι υπερασπίζονται τον Παπαδόπουλο, τον Παττακό, τον Ιωαννίδη και την παρέα τους.
Ένας άλλος μύθος ήταν (και δυστυχώς είναι ακόμα και σήμερα) το υποτιθέμενο «οικονομικό θαύμα» της χούντας για το οποίο θα πάρετε μία καλή γεύση στη συνέχεια του αφιερώματος.
Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τους νεκρούς της επταετίας, την ανελευθερία και την τραγωδία της Κύπρου τότε θα έχει μία καλή εικόνα για το τι πραγματικά σημαίνει ότι η Ελλάδα επί επτά χρόνια μπήκε «εις τον γύψον».
Το «οικονομικό θαύμα» της χούντας*
Η αλήθεια για το δήθεν οικονομικό θαύμα που συντελέστηκε επί χούντας είναι στην πραγματικότητα… απλά μαθηματικά! Κανένα «οικονομικό θαύμα» δεν υπάρχει.
Οι δικτάτορες επί της ουσίας συνέχισαν στην ίδια οικονομική πορεία που είχαν χαράξει οι κυβερνήσεις του Συναγερμού και της ΕΡΕ που είχαν προηγηθεί του πραξικοπήματος.
Η διαφορά ήταν πως επειδή οι δικτάτορες ήθελαν να είναι αρεστοί στον λαό, επιχείρησαν με τρόπο «άγαρμπο» να επιταχύνουν την ανάκαμψη. Η προσπάθεια αυτή έφερε «υπερθέρμανση» της οικονομίας που σε συνδυασμό με τη διεθνή κρίση του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1970, άνοιξε πολλές «μαύρες» τρύπες που φάνηκαν τα επόμενα χρόνια.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε εντυπωσιακά στην περίοδο της δικτατορίας. Το 1966 πλησίαζε τα 700 δολάρια και το 1967 εκτινάχθηκε στα 800! Το πέρασμα από τα 700 στα 1.250 δολάρια μέσα σε έξι χρόνια δεν ήταν ένα απλό στατιστικό φαινόμενο.
Στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει μια πορεία, που σε άλλες χώρες χρειάστηκε δεκαετίες για να επιτευχθεί. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως αυτή η πορεία είχε ήδη ξεκινήσει πριν την επιβολή της δικτατορίας. Το 1953 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου 300 δολάρια. Το 1965 είχε περάσει τα 600 και η πορεία του δείκτη στα δύο χρόνια πριν από το πραξικόπημα υπήρξε εξ ίσου εντυπωσιακή.
Σε ότι αφορά τις δημόσιες δαπάνες υπήρξε μια συνεχής άνοδος από το 1961 έως το 1974. Μέχρι το 1963 (κυβερνήσεις ΕΡΕ), ο ρυθμός αύξησης ήταν ήπιος. Από το 1963 μέχρι το 1966 (κυβερνήσεις Κέντρου) ο ρυθμός γίνεται έντονος. Από το 1967 και μετά (δικτατορία) ο ρυθμός γίνεται εντονότατος.
Ένα μέρος των δαπανών πήγε σε επενδύσεις. Το μεγαλύτερο κομμάτι, ωστόσο, φαίνεται να απορροφήθηκε στη γιγάντωση του δημόσιου τομέα και την αύξηση του προσωπικού του. Το περίεργο είναι ότι μειώθηκαν οι δαπάνες για την εθνική άμυνα και ταυτόχρονα διογκώθηκαν οι δαπάνες για την «εσωτερική ασφάλεια» του καθεστώτος.
Και για να γίνει και μια σύνδεση με το σήμερα, ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών απορροφούσε η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους.
Και μιας και ο λόγος για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, είναι χρήσιμο να δούμε πως βρέθηκαν οι πόροι για τη διόγκωση των κρατικών δαπανών. Αρχικά αυξήθηκε η φορολογητέα ύλη. Οι φόροι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν κατά δύο έως τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Αλλά η κύρια πηγή ήταν ο δανεισμός. Το ελληνικό δημόσιο χρέος πολλαπλασιάστηκε.
Ειπώθηκε, μάλιστα, πως στην επταετία ο δανεισμός υπερέβη κατά τρεις φορές το σύνολο των δανείων που είχε λάβει η χώρα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 1967! Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να σημειωθεί πως ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος ήταν χαμηλότερο σε σχέση με τα μεγέθη των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.
Την ίδια ώρα, από 2,5% το 1968, ο πληθωρισμός έφτασε το 6,6% το 1972 και προσέγγισε το 40% στις αρχές του 1974! Μόνο επί ημερών Ανδρουτσόπουλου, ελήφθησαν σκληρά αντιπληθωριστικά μέτρα, αλλά ήταν πλέον αργά. Καταλυτικές συνέπειες στο δείκτη τιμών καταναλωτή, πάντως, είχαν διάφοροι παράγοντες όπως η διεθνής κρίση πετρελαίου που συρρίκνωσε οικονομίες με πιο στέρεες βάσεις από την ελληνική.
Τα τρία πρώτα χρόνια της χούντας, οι αμοιβές των μισθωτών αυξήθηκαν σε πραγματικές τιμές. Στην περίοδο 1970-1972 εμφάνισαν στασιμότητα (κατά την έκφραση του Γ. Παπαδόπουλου, «θα φάγωμεν λιγότερο, κύριοι, θα πίωμεν ολιγότερον»). Τέλος, στη διετία 1973-1974 οι πραγματικές αμοιβές συρρικνώθηκαν δραματικά, λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως το δικτατορικό καθεστώς θεώρησε ευθύς εξαρχής ατμομηχανή της οικονομίας τον τουρισμό. Ο αριθμός των τουριστών τετραπλασιάστηκε μεταξύ 1968 και 1971, οπότε και ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο.
Αυτή η επιλογή, ωστόσο, οδήγησε σε μια σκανδαλώδη δανειοδότηση του τουριστικού κλάδου έναντι του βιοτεχνικού με αποτέλεσμα να «παγιδευτούν» πιστωτικοί πόροι που αν είχαν διατεθεί στη βιοτεχνία, πιθανότατα, να είχαν μειώσει τα φαινόμενα στενότητας στην προσφορά αγαθών. Αυτό με τη σειρά του ήταν ένα γεγονός που συνέβαλε στην αύξηση του πληθωρισμού.
* Τα οικονομικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από έρευνα του διδάκτορα οικονομικών επιστημών στο Α.Π.Θ και συγγραφέα κ. Ευάγγελου Α. Χεκίμογλου, που δημοσιοποιήθηκε πριν από χρόνια στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
Βιβλιογραφία: Νίκος Ψυρούκης «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τέταρτος τόμος, Αθήνα 1983 και Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (με τη συνεργασία της Βάσως Πορταρίτου), Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, Αθήνα 1979.
Ένας άλλος μύθος ήταν (και δυστυχώς είναι ακόμα και σήμερα) το υποτιθέμενο «οικονομικό θαύμα» της χούντας για το οποίο θα πάρετε μία καλή γεύση στη συνέχεια του αφιερώματος.
Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τους νεκρούς της επταετίας, την ανελευθερία και την τραγωδία της Κύπρου τότε θα έχει μία καλή εικόνα για το τι πραγματικά σημαίνει ότι η Ελλάδα επί επτά χρόνια μπήκε «εις τον γύψον».
Το «οικονομικό θαύμα» της χούντας*
Η αλήθεια για το δήθεν οικονομικό θαύμα που συντελέστηκε επί χούντας είναι στην πραγματικότητα… απλά μαθηματικά! Κανένα «οικονομικό θαύμα» δεν υπάρχει.
Οι δικτάτορες επί της ουσίας συνέχισαν στην ίδια οικονομική πορεία που είχαν χαράξει οι κυβερνήσεις του Συναγερμού και της ΕΡΕ που είχαν προηγηθεί του πραξικοπήματος.
Η διαφορά ήταν πως επειδή οι δικτάτορες ήθελαν να είναι αρεστοί στον λαό, επιχείρησαν με τρόπο «άγαρμπο» να επιταχύνουν την ανάκαμψη. Η προσπάθεια αυτή έφερε «υπερθέρμανση» της οικονομίας που σε συνδυασμό με τη διεθνή κρίση του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1970, άνοιξε πολλές «μαύρες» τρύπες που φάνηκαν τα επόμενα χρόνια.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε εντυπωσιακά στην περίοδο της δικτατορίας. Το 1966 πλησίαζε τα 700 δολάρια και το 1967 εκτινάχθηκε στα 800! Το πέρασμα από τα 700 στα 1.250 δολάρια μέσα σε έξι χρόνια δεν ήταν ένα απλό στατιστικό φαινόμενο.
Στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει μια πορεία, που σε άλλες χώρες χρειάστηκε δεκαετίες για να επιτευχθεί. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως αυτή η πορεία είχε ήδη ξεκινήσει πριν την επιβολή της δικτατορίας. Το 1953 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου 300 δολάρια. Το 1965 είχε περάσει τα 600 και η πορεία του δείκτη στα δύο χρόνια πριν από το πραξικόπημα υπήρξε εξ ίσου εντυπωσιακή.
Σε ότι αφορά τις δημόσιες δαπάνες υπήρξε μια συνεχής άνοδος από το 1961 έως το 1974. Μέχρι το 1963 (κυβερνήσεις ΕΡΕ), ο ρυθμός αύξησης ήταν ήπιος. Από το 1963 μέχρι το 1966 (κυβερνήσεις Κέντρου) ο ρυθμός γίνεται έντονος. Από το 1967 και μετά (δικτατορία) ο ρυθμός γίνεται εντονότατος.
Ένα μέρος των δαπανών πήγε σε επενδύσεις. Το μεγαλύτερο κομμάτι, ωστόσο, φαίνεται να απορροφήθηκε στη γιγάντωση του δημόσιου τομέα και την αύξηση του προσωπικού του. Το περίεργο είναι ότι μειώθηκαν οι δαπάνες για την εθνική άμυνα και ταυτόχρονα διογκώθηκαν οι δαπάνες για την «εσωτερική ασφάλεια» του καθεστώτος.
Και για να γίνει και μια σύνδεση με το σήμερα, ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών απορροφούσε η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους.
Και μιας και ο λόγος για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, είναι χρήσιμο να δούμε πως βρέθηκαν οι πόροι για τη διόγκωση των κρατικών δαπανών. Αρχικά αυξήθηκε η φορολογητέα ύλη. Οι φόροι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν κατά δύο έως τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Αλλά η κύρια πηγή ήταν ο δανεισμός. Το ελληνικό δημόσιο χρέος πολλαπλασιάστηκε.
Ειπώθηκε, μάλιστα, πως στην επταετία ο δανεισμός υπερέβη κατά τρεις φορές το σύνολο των δανείων που είχε λάβει η χώρα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 1967! Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να σημειωθεί πως ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος ήταν χαμηλότερο σε σχέση με τα μεγέθη των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.
Την ίδια ώρα, από 2,5% το 1968, ο πληθωρισμός έφτασε το 6,6% το 1972 και προσέγγισε το 40% στις αρχές του 1974! Μόνο επί ημερών Ανδρουτσόπουλου, ελήφθησαν σκληρά αντιπληθωριστικά μέτρα, αλλά ήταν πλέον αργά. Καταλυτικές συνέπειες στο δείκτη τιμών καταναλωτή, πάντως, είχαν διάφοροι παράγοντες όπως η διεθνής κρίση πετρελαίου που συρρίκνωσε οικονομίες με πιο στέρεες βάσεις από την ελληνική.
Τα τρία πρώτα χρόνια της χούντας, οι αμοιβές των μισθωτών αυξήθηκαν σε πραγματικές τιμές. Στην περίοδο 1970-1972 εμφάνισαν στασιμότητα (κατά την έκφραση του Γ. Παπαδόπουλου, «θα φάγωμεν λιγότερο, κύριοι, θα πίωμεν ολιγότερον»). Τέλος, στη διετία 1973-1974 οι πραγματικές αμοιβές συρρικνώθηκαν δραματικά, λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως το δικτατορικό καθεστώς θεώρησε ευθύς εξαρχής ατμομηχανή της οικονομίας τον τουρισμό. Ο αριθμός των τουριστών τετραπλασιάστηκε μεταξύ 1968 και 1971, οπότε και ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο.
Αυτή η επιλογή, ωστόσο, οδήγησε σε μια σκανδαλώδη δανειοδότηση του τουριστικού κλάδου έναντι του βιοτεχνικού με αποτέλεσμα να «παγιδευτούν» πιστωτικοί πόροι που αν είχαν διατεθεί στη βιοτεχνία, πιθανότατα, να είχαν μειώσει τα φαινόμενα στενότητας στην προσφορά αγαθών. Αυτό με τη σειρά του ήταν ένα γεγονός που συνέβαλε στην αύξηση του πληθωρισμού.
* Τα οικονομικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από έρευνα του διδάκτορα οικονομικών επιστημών στο Α.Π.Θ και συγγραφέα κ. Ευάγγελου Α. Χεκίμογλου, που δημοσιοποιήθηκε πριν από χρόνια στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
Βιβλιογραφία: Νίκος Ψυρούκης «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τέταρτος τόμος, Αθήνα 1983 και Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (με τη συνεργασία της Βάσως Πορταρίτου), Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, Αθήνα 1979.
Απαγορεύσεις και capital controls
«Από την ελευθερία δεν μπορείς να κόψεις ούτε κομματάκι, γιατί αμέσως όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται σ' αυτό το κομματάκι» έλεγε ο θεωρητικός της Αναρχίας, Μιχαήλ Μπακούνιν. Ψιλά γράμματα για όλους εκείνους που επί χούντας έβλεπαν να φτιάχνονται δρόμοι αλλά δεν έβλεπαν (ή έκαναν πως δεν έβλεπαν) το όνειδος των νησιών εξορίας και τους άλλους τόπους μαρτυρίου των εχθρών του δικτατορικού καθεστώτος.
Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 εκδόθηκε το περιβόητο Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο ανεστάλησαν τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του Συντάγματος. Κάθε άρθρο, δηλαδή, το οποίο σχετιζόταν με πολιτικές, ατομικές και συλλογικές ελευθερίες.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας (μέτρο που ίσχυε όταν ήταν σε ισχύ ο στρατιωτικός νόμος) πρακτικά σήμαινε πως τα όργανα της χούντας είχαν το δικαίωμα να συλλάβουν τον οποιονδήποτε χωρίς να έχουν κάτι εναντίον του και χωρίς να του απαγγείλουν κατηγορίες.
Παράλληλα, βέβαια το συγκεκριμένο Βασιλικό Διάταγμα έδινε τη δυνατότητα στα όργανα της Τάξης, μετά τη δύση του ηλίου, να πυροβολούν «άνευ προειδοποιήσεως» τους... παραβάτες.
Και βέβαια από τη στιγμή της σύλληψης και μετά ο «δρόμος» ήταν γνωστός: Ασφάλεια, η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, ξύλο, βασανιστήρια και φυσικά τελευταίος «σταθμός» τα ξερονήσια.
Επιπλέον, κάτι που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος, είναι πως οι χουντικοί είχαν επιβάλει... capital controls! Και σε αυτή την περίπτωση οι θιασώτες της χούντας επικαλούνται σήμερα τα όσα έγιναν την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά «ξεχνάνε» πως οι δικτάτορες στο πρώτο τους μήνυμα προς τον ελληνικό λαό είχαν ανακοινώσει πως:
«Από σήμερον και μέχρι νεοτέρας διαταγής κλείνει το χρηματιστήριο Αξιών και εμπορευμάτων. Από σήμερον και μέχρι νεοτέρας διαταγής απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και εκ των ταμιευτηρίων. Από σήμερον 21 Απριλίου 1967 παρατείνεται η προθεσμία εμφανίσεως συναλλαγματικών και γραμματίων επί δεκαήμερον. Από σήμερα και μέχρι νεοτέρας διαταγής απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και γενικός ξένου συναλλάγματος, η οποιαδήποτε απόπειρα υπό εμπόρων αποκρύψεως τροφίμων θα θεωρηθεί ως δολιοφθορά και οι παραβάτες θα παραπέμπονται πάραυτα εις τα έκτακτα στρατοδικεία».
«Από την ελευθερία δεν μπορείς να κόψεις ούτε κομματάκι, γιατί αμέσως όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται σ' αυτό το κομματάκι» έλεγε ο θεωρητικός της Αναρχίας, Μιχαήλ Μπακούνιν. Ψιλά γράμματα για όλους εκείνους που επί χούντας έβλεπαν να φτιάχνονται δρόμοι αλλά δεν έβλεπαν (ή έκαναν πως δεν έβλεπαν) το όνειδος των νησιών εξορίας και τους άλλους τόπους μαρτυρίου των εχθρών του δικτατορικού καθεστώτος.
Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 εκδόθηκε το περιβόητο Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο ανεστάλησαν τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του Συντάγματος. Κάθε άρθρο, δηλαδή, το οποίο σχετιζόταν με πολιτικές, ατομικές και συλλογικές ελευθερίες.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας (μέτρο που ίσχυε όταν ήταν σε ισχύ ο στρατιωτικός νόμος) πρακτικά σήμαινε πως τα όργανα της χούντας είχαν το δικαίωμα να συλλάβουν τον οποιονδήποτε χωρίς να έχουν κάτι εναντίον του και χωρίς να του απαγγείλουν κατηγορίες.
Παράλληλα, βέβαια το συγκεκριμένο Βασιλικό Διάταγμα έδινε τη δυνατότητα στα όργανα της Τάξης, μετά τη δύση του ηλίου, να πυροβολούν «άνευ προειδοποιήσεως» τους... παραβάτες.
Και βέβαια από τη στιγμή της σύλληψης και μετά ο «δρόμος» ήταν γνωστός: Ασφάλεια, η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, ξύλο, βασανιστήρια και φυσικά τελευταίος «σταθμός» τα ξερονήσια.
Επιπλέον, κάτι που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος, είναι πως οι χουντικοί είχαν επιβάλει... capital controls! Και σε αυτή την περίπτωση οι θιασώτες της χούντας επικαλούνται σήμερα τα όσα έγιναν την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά «ξεχνάνε» πως οι δικτάτορες στο πρώτο τους μήνυμα προς τον ελληνικό λαό είχαν ανακοινώσει πως:
«Από σήμερον και μέχρι νεοτέρας διαταγής κλείνει το χρηματιστήριο Αξιών και εμπορευμάτων. Από σήμερον και μέχρι νεοτέρας διαταγής απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και εκ των ταμιευτηρίων. Από σήμερον 21 Απριλίου 1967 παρατείνεται η προθεσμία εμφανίσεως συναλλαγματικών και γραμματίων επί δεκαήμερον. Από σήμερα και μέχρι νεοτέρας διαταγής απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και γενικός ξένου συναλλάγματος, η οποιαδήποτε απόπειρα υπό εμπόρων αποκρύψεως τροφίμων θα θεωρηθεί ως δολιοφθορά και οι παραβάτες θα παραπέμπονται πάραυτα εις τα έκτακτα στρατοδικεία».
Τα μεγάλα ψέματα και τα ρουσφέτια
Τεράστιο ψέμα είναι πως την περίοδο της χούντας αν δεν ήσουν κομμουνιστής δε σε κυνηγούσε κανείς. Στην πραγματικότητα η χούντα κυνηγούσε δίχως κανένα έλεος οποιονδήποτε τολμούσε να υψώσει το ανάστημα του απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς. Το φρικτό παράδειγμα του αξιωματικού του στρατού, Σπύρου Μουστακλή είναι το πιο χαρακτηριστικό. Και να σκεφτεί κανείς πως ο Μουστακλής στον εμφύλιο πολεμούσε μέσα από τις τάξεις του ΕΔΕΣ, του Ναπολέοντα Ζέρβα!
Φυσικά και στη χούντα απαγορεύτηκαν (πέρα από τη μουσική του Θεοδωράκη) πάρα πολλά βιβλία. Και μπορεί οι χουντικοί να έλεγαν ότι ήταν αρχαιολάτρες αλλά η λογοκρισία απαγόρευσε έργα αρχαίων Ελλήνων κλασικών όπως ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής και ο Αριστοφάνης!
Οι λόγοι δίωξης ήταν πολλοί: για προστασία του δημοσίου συμφέροντος, για βλασφημία, για δυσφήμηση, για κείμενα επικίνδυνα για το «ήθος της νεότητος», για «κουμμουνιστική προπαγάνδα» και για άλλα πολλά.
Συνολικά απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.
Και εννοείται, φυσικά, πως δε γινόταν καν συζήτηση για έργα του Βάρναλη, του Ρίτσου και άλλων.
Η πρώτη απαγόρευση τέθηκε σε εφαρμογή στις 12 Μαΐου 1967, με απόφαση του ίδιου του Παπαδόπουλου, μετά από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου, και βασίστηκε σε νόμο του 1912.
Το μένος του καθεστώτος ήταν τέτοιο που τον Φεβρουάριο του 1969 το... Αρχηγείο του Στρατού εξέδωσε διαταγή με την οποία απαγόρευε μία σειρά από «κομμουνιστικά βιβλία» ανάμεσα στα οποία υπήρχε και το βιβλίο «Κρητικές μαντινάδες» του Γιάννη Δερμιτζάκη!
Ψέμα μεγάλο ήταν πως οι χουντικοί δεν κατέλαβαν την εξουσία για να βγάλουν λεφτά. Αν ίσχυε αυτό τότε πιθανότατα κατά λάθος μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβαν ήταν για την αύξηση του μισθού του πρωθυπουργού από 23.600 σε 45.000 δραχμές και των υπουργών από 22.400 δραχμές σε 35.000 δραχμές.
Επιπλέον, ήταν γνωστό πως το 1970 θεσμοθετήθηκε η παροχή κατοικίας σε όσους συμμετείχαν ενεργά στο πραξικόπημα, ενώ καθιέρωσαν για τους εαυτούς τους αποζημίωση 1000 δραχμών για τα «εκτός έδρας» και έκαναν τη μία περιοδεία μετά την άλλη!
Τεράστιο ψέμα είναι πως την περίοδο της χούντας αν δεν ήσουν κομμουνιστής δε σε κυνηγούσε κανείς. Στην πραγματικότητα η χούντα κυνηγούσε δίχως κανένα έλεος οποιονδήποτε τολμούσε να υψώσει το ανάστημα του απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς. Το φρικτό παράδειγμα του αξιωματικού του στρατού, Σπύρου Μουστακλή είναι το πιο χαρακτηριστικό. Και να σκεφτεί κανείς πως ο Μουστακλής στον εμφύλιο πολεμούσε μέσα από τις τάξεις του ΕΔΕΣ, του Ναπολέοντα Ζέρβα!
Φυσικά και στη χούντα απαγορεύτηκαν (πέρα από τη μουσική του Θεοδωράκη) πάρα πολλά βιβλία. Και μπορεί οι χουντικοί να έλεγαν ότι ήταν αρχαιολάτρες αλλά η λογοκρισία απαγόρευσε έργα αρχαίων Ελλήνων κλασικών όπως ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής και ο Αριστοφάνης!
Οι λόγοι δίωξης ήταν πολλοί: για προστασία του δημοσίου συμφέροντος, για βλασφημία, για δυσφήμηση, για κείμενα επικίνδυνα για το «ήθος της νεότητος», για «κουμμουνιστική προπαγάνδα» και για άλλα πολλά.
Συνολικά απαγορεύτηκε η κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.
Και εννοείται, φυσικά, πως δε γινόταν καν συζήτηση για έργα του Βάρναλη, του Ρίτσου και άλλων.
Η πρώτη απαγόρευση τέθηκε σε εφαρμογή στις 12 Μαΐου 1967, με απόφαση του ίδιου του Παπαδόπουλου, μετά από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου, και βασίστηκε σε νόμο του 1912.
Το μένος του καθεστώτος ήταν τέτοιο που τον Φεβρουάριο του 1969 το... Αρχηγείο του Στρατού εξέδωσε διαταγή με την οποία απαγόρευε μία σειρά από «κομμουνιστικά βιβλία» ανάμεσα στα οποία υπήρχε και το βιβλίο «Κρητικές μαντινάδες» του Γιάννη Δερμιτζάκη!
Ψέμα μεγάλο ήταν πως οι χουντικοί δεν κατέλαβαν την εξουσία για να βγάλουν λεφτά. Αν ίσχυε αυτό τότε πιθανότατα κατά λάθος μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβαν ήταν για την αύξηση του μισθού του πρωθυπουργού από 23.600 σε 45.000 δραχμές και των υπουργών από 22.400 δραχμές σε 35.000 δραχμές.
Επιπλέον, ήταν γνωστό πως το 1970 θεσμοθετήθηκε η παροχή κατοικίας σε όσους συμμετείχαν ενεργά στο πραξικόπημα, ενώ καθιέρωσαν για τους εαυτούς τους αποζημίωση 1000 δραχμών για τα «εκτός έδρας» και έκαναν τη μία περιοδεία μετά την άλλη!
Μέγα ψέμα επίσης είναι πως οι μεγάλες επιχειρήσεις σήκωσαν το βάρος της φορολόγησης. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τα νοικοκυριά ήταν αυτά που σήκωναν το (κρατηθείτε) 91% των φορολογικών εσόδων του κράτους!
Μεγάλο ψέμα ήταν πως δεν έκαναν ρουσφέτια. Και δε θα αναφερθούμε καν στο ρουσφέτι που έκανε ο Παπαδόπουλος στον εαυτό του προκειμένου να παντρευτεί τη Δέσποινα. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τον διορισμό του αδελφού του Παπαδόπουλου, Κωνσταντίνου, ως στρατιωτικού ακολούθου, γενικού γραμματέα του υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακού Διοικητή Αττικής αλλά και Υπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ!
Ο Παττακός έκανε «δωράκια» στον γαμπρό του Ανδρέα Μεϊντάση έργα και μελέτες για δημόσια έργα. Ο Μακαρέζος έβαλε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου υπουργό Γεωργίας και υπουργό Βορείου Ελλάδος ενώ ο Λαδάς διόριζε - σαν να μην υπάρχει αύριο - συγγενείς τους στην ΑΣΔΕΝ και στο υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Και για το τέλος το... κερασάκι στην τούρτα το οποίο αφορά (φυσικά) τους δρόμους που έφτιαχνε η χούντα. Ναι, φτιάχτηκαν πολλοί και κυρίως αγροτικοί δρόμοι που, όμως, είχαν τοπικό ενδιαφέρον και δεν είχαν να κάνουν με το μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Στα μεγάλα οδικά έργα στήθηκε επίσης μεγάλο φαγοπότι. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Εγνατία. Η χούντα εξήγγειλε τη δημιουργία της, φυσικά και δεν έγινε πραγματικότητα αλλά ο Αμερικανός... επενδυτής Ρόμπερτ Μακντόναλντ που ανέλαβε το έργο χωρίς να καταθέσει κάποια μελέτη, έβαλε στις τσέπες του 4,5 εκατομμύρια δραχμές ως αμοιβή για ένα έργο που δεν έκανε και περίπου 33 εκατομμύρια δραχμές σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ως αποζημίωση για τα... έξοδα που έκανε (;) ο άνθρωπος.
Νίκος Δεμισιώτης
Πηγή: reader.gr
Μεγάλο ψέμα ήταν πως δεν έκαναν ρουσφέτια. Και δε θα αναφερθούμε καν στο ρουσφέτι που έκανε ο Παπαδόπουλος στον εαυτό του προκειμένου να παντρευτεί τη Δέσποινα. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τον διορισμό του αδελφού του Παπαδόπουλου, Κωνσταντίνου, ως στρατιωτικού ακολούθου, γενικού γραμματέα του υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακού Διοικητή Αττικής αλλά και Υπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ!
Ο Παττακός έκανε «δωράκια» στον γαμπρό του Ανδρέα Μεϊντάση έργα και μελέτες για δημόσια έργα. Ο Μακαρέζος έβαλε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου υπουργό Γεωργίας και υπουργό Βορείου Ελλάδος ενώ ο Λαδάς διόριζε - σαν να μην υπάρχει αύριο - συγγενείς τους στην ΑΣΔΕΝ και στο υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Και για το τέλος το... κερασάκι στην τούρτα το οποίο αφορά (φυσικά) τους δρόμους που έφτιαχνε η χούντα. Ναι, φτιάχτηκαν πολλοί και κυρίως αγροτικοί δρόμοι που, όμως, είχαν τοπικό ενδιαφέρον και δεν είχαν να κάνουν με το μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Στα μεγάλα οδικά έργα στήθηκε επίσης μεγάλο φαγοπότι. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Εγνατία. Η χούντα εξήγγειλε τη δημιουργία της, φυσικά και δεν έγινε πραγματικότητα αλλά ο Αμερικανός... επενδυτής Ρόμπερτ Μακντόναλντ που ανέλαβε το έργο χωρίς να καταθέσει κάποια μελέτη, έβαλε στις τσέπες του 4,5 εκατομμύρια δραχμές ως αμοιβή για ένα έργο που δεν έκανε και περίπου 33 εκατομμύρια δραχμές σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ως αποζημίωση για τα... έξοδα που έκανε (;) ο άνθρωπος.
Νίκος Δεμισιώτης
Πηγή: reader.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου