Ο Ξενοφών Ζολώτας με τον Τζαννή Τζαννετάκη (δεξιά) σε Υπουργικό Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 1989 |
Η παράδοση θέλει την Ευρώπη πλειοψηφικά με τις κυβερνήσεις συνεργασίας και την Ελλάδα στις λιγοστές εξαιρέσεις ● Ενόσω οι ηγεμονικές Γαλλία και Γερμανία ζουν την πολιτική κρίση τους και ψάχνουν η καθεμιά για λογαριασμό της τον επόμενο, μικρό ή μεγάλο, συνασπισμό κομμάτων που θα κυβερνήσει, στη μονολιθικά μονοκομματική Ελλάδα κάτι αλλάζει! Ισως φταίει που κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν αισθάνονται καλά - και αυτό βγαίνει προς τα έξω!
Η κυβέρνηση δεν αισθάνεται και πολύ καλά τελευταία - κι έχει πολύ καλούς λόγους για αυτό. Εξ ου και -παρά την εικόνα σταθερότητας και μακροημέρευσης που ασμένως επιχειρεί να κατασκευάσει- η εκλογολογία φουντώνει ενώ η θητεία της λήγει τυπικά το 2027.
Η κυβέρνηση δεν αισθάνεται και πολύ καλά τελευταία - κι έχει πολύ καλούς λόγους για αυτό. Εξ ου και -παρά την εικόνα σταθερότητας και μακροημέρευσης που ασμένως επιχειρεί να κατασκευάσει- η εκλογολογία φουντώνει ενώ η θητεία της λήγει τυπικά το 2027.
Με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας να απέχει μια ανάσα, η ονοματολογία έχει ξεκινήσει, όπως και η συζήτηση για πιθανές κάλπες και, βέβαια, με τις χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις της Νέας Δημοκρατίας, για πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες. Αλλωστε, σε πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO, και η πλειοψηφία των πολιτών (55,9%) «βλέπει» κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, ενώ μόλις ένας στους τρεις (33,5%) προβλέπει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Σε ένα πολιτικό σκηνικό εξαιρετικά ευμετάβλητο και με τον πάλαι ποτέ κραταιό ΣΥΡΙΖΑ να ρευστοποιείται παρά την ελπιδοφόρα για την επιβίωσή του προσέλευση ψηφοφόρων στην εσωκομματική διαδικασία για ανάδειξη προέδρου, καθόλου τυχαία ο «ιδρυτής» (όπως αυτοπροσδιορίζεται) του Κινήματος Δημοκρατίας κλήθηκε επίμονα να τοποθετηθεί σε ένα σενάριο πιθανής συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία. Και μπορεί ο κ. Κασσελάκης να απάντησε με ένα τριπλό «όχι», ωστόσο η γενικότερη συζήτηση παραμένει ανοιχτή.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, θέτει ως στόχο του κόμματός του την πρωτιά στις επόμενες εκλογές και δηλώνει ανοιχτός σε συνεργασίες υπό όρους, αναφερόμενος περισσότερο όμως σε πρόσωπα, ενώ στο παρελθόν έχει εκφραστεί θετικά ως προς τις κυβερνήσεις συνεργασίας. «Το σύστημα ετοιμάζει κυβερνήσεις συνεργασίας σε μια προσπάθεια να εφαρμοστούν στο μέλλον πολιτικές με υψηλό κόστος», υπογραμμίζει πιο έντονα το τελευταίο διάστημα ο γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας (Dnews, 30/10/2024).
Ποιος θα συνεργαστεί με ποιον στην περίπτωση που ουδείς πετύχει την πολυπόθητη αυτοδυναμία; Αυτή η ερώτηση -και όχι οράματα, προγράμματα, πολιτικές στοχεύσεις και λοιπά... περιττά- κυριαρχεί σε μια χώρα που όχι απλώς δεν έχει κουλτούρα κυβερνητικών συνεργασιών, αλλά, αντιθέτως, η συγκατοίκηση στην εξουσία είναι μάλλον... εξωτικό και σπάνιο λουλούδι, το οποίο ανθίζει σε στιγμές μεγάλων πολιτικών ή οικονομικών κρίσεων. «Η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών θεωρεί εξαίρεση τις κυβερνήσεις συνεργασίας», αναφέρει ο συνταγματολόγος και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Αλιβιζάτος, στην «Καθημερινή» (6/4/2023). «Κατά το 1864-1923 είχαμε πλειοψηφικό σύστημα, μεταξύ 1926-1958 είχαμε εναλλαγή μεταξύ αναλογικού-πλειοψηφικού και από το 1958 κι εντεύθεν ενισχυμένη αναλογική, με εξαίρεση τον αναλογικό εκλογικό νόμο του ΠΑΣΟΚ το 1989. Είναι μία ιστορική σταθερά. Δεν είναι λόγω DNA, δηλαδή, είναι η παράδοσή μας» προσθέτει.
Στα 50 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την πτώση της χούντας, οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν μόλις έξι (η πρώτη κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά τη δικτατορία, η κυβέρνηση Τζαννετάκη, η οικουμενική Ζολώτα, η κυβέρνηση Παπαδήμου, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου) και δεν δημιουργήθηκαν στη βάση ενός κοινού οράματος ή προγραμματικών συγκλίσεων, αλλά μάλλον στην από κοινού συγκυριακή αντιμετώπιση των κρίσιμων προκλήσεων της εποχής.
Είναι χαρακτηριστικό πως η μοναδική που μακροημέρευσε είναι η παράδοξη συγκυβέρνηση ριζοσπαστικής Αριστεράς και αντιμνημονιακής Δεξιάς. Ο «αναγκαστικός γάμος» ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ., παρά τις χαώδεις διαφορές των δύο κομμάτων και τη μείζονα κρίση στη μεταξύ τους σχέση λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, έφτασε σχεδόν ώς τη λήξη της κυβερνητικής θητείας.
Tραυματικές μνήμες
Πολλά μπορεί να ειπωθούν για αυτήν την -τουλάχιστον αταίριαστη- συγκατοίκηση στο Μέγαρο Μαξίμου δύο εταίρων που κανένα άλλο κοινό δεν έμοιαζε να έχουν πέρα από την έξοδο από τα μνημόνια και την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ωστόσο σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις εξόχως τραυματικές μνήμες που άφησε η συνεργασία Δεξιάς και Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Για άλλους «κάθαρση» και για άλλους «βρόμικο ’89», η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού με μοναδικό σκοπό την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ στα σίγουρα στοίχειωσε την Αριστερά, που ακόμα και δεκαετίες μετά (όταν πια ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απορροφήσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ) καλούνταν να απαντήσει για αυτόν τον σκελετό στις ντουλάπες της.
Οσο για τις αλλεπάλληλες κυβερνήσεις συνεργασίας την περίοδο των μνημονίων (κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, που στηρίχτηκε από τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ, και κυβέρνηση Σαμαρά, που στηρίχτηκε από τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, μέχρι την αποχώρησή της, τον Ιούνιο του 2013) μονάχα κλίμα συνεργασίας δεν κατάφεραν να εμπεδώσουν στην ελληνική κοινωνία, η οποία αντιδρούσε στον δρόμο -δικαίως- σφοδρά στην επιβολή των μνημονίων.
Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει σε ανάλυσή του που στηρίζεται σε επεξεργασία δεδομένων από τις τελευταίες τρεις δεκαετίες (1996-2023) ο πολιτικός επιστήμονας Γιάννης Μαυρής, «η νέα πολιτική πραγματικότητα της μνημονιακής περιόδου είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί σημαντικά η κοινωνική υποστήριξη προς τις κυβερνήσεις συνεργασίας.
Τον Ιούλιο του 2011 (εν μέσω κινήματος πλατειών), η προτίμηση υπέρ των πολυκομματικών κυβερνήσεων συνεργασίας βρίσκεται στο 55%, ενώ η προτίμηση για τις αυτοδύναμες έχει υποχωρήσει στο 14%. (...) Η εκτίναξη των κοινωνικών προτιμήσεων υπέρ της συμμαχικής μορφής διακυβέρνησης, που προσέγγισε τον Ιανουάριο του 2015 το μέγιστο σημείο της διαθέσιμης χρονοσειράς (75%), οφείλεται στην πολιτική ευφορία που δημιουργήθηκε στο α’ εξάμηνο του 2015, όταν η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόταν ακόμη με την τρόικα».
Το 2023, οι δύο μορφές κυβέρνησης (αυτοδύναμη και συνεργασίας) εμφάνιζαν ισοδύναμα το ίδιο ποσοστό (36%), ενώ το 21% των ερωτηθέντων απαντούσε πως δεν έχουν καμία διαφορά.
Το τελευταίο διάστημα, η συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου έχει ξεκινήσει και πάλι με σκοπό ακριβώς το να μην αναγκαστεί το πρώτο κόμμα να αναζητήσει συνεργασίες σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας. Με βάση τον εκλογικό νόμο που η Νέα Δημοκρατία έφερε το 2020, η πολυπόθητη αυτοδυναμία απαιτεί ποσοστά της τάξης του 36%-37%, από τα οποία απέχει πολύ σήμερα δημοσκοπικά.
Ετσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δέχεται εισηγήσεις από συνεργάτες του (τις οποίες άφηνε να διαρρέουν) να ρίξει τον πήχη της αυτοδυναμίας ακόμα και στο 32%-33%, ενώ υπάρχουν εισηγήσεις να ανέβει το όριο εισόδου των κομμάτων στη Βουλή από το 3% στο 5%. Για ποιο δικαίωμα του κυβερνάν από την πλειοψηφία θα μιλάμε σε μια τέτοια περίπτωση; Και πόσο αντιπροσωπευτικό θα είναι το πολιτικό σύστημα που θα αποκλείει μια σειρά από φωνές στο Κοινοβούλιο;
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης διέψευσε κατηγορηματικά, αν και με καθυστέρηση, μια τέτοια πιθανότητα, εκπέμποντας κλίμα αισιοδοξίας για μελλοντική πρωτιά του κόμματός του παρά τη φθορά, ενώ ταυτόχρονα επέμεινε στην καλλιέργεια προφίλ ενός πολιτικού με αρχές. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αρχίσω να πειραματίζομαι με τη μηχανική του εκλογικού νόμου για να διευκολύνω με κάποιον τρόπο την αυτοδυναμία» ήταν η δήλωσή του από τη Θεσσαλονίκη - σαφής, με μια γενικότερη, κρίσιμη ωστόσο -δική του- παρατήρηση: «Οι εκλογές θα γίνουν σε 2,5 χρόνια - είναι ένας αιώνας στην πολιτική».
Ετσι, ο κ. Μητσοτάκης, ενώ επανέλαβε τη γνωστή επιχειρηματολογία του για την ανάγκη μονοκομματικών κυβερνήσεων, επικαλούμενος το παράδειγμα της Γαλλίας και της Γερμανίας, για πρώτη φορά δεν απέκλεισε να ηγηθεί (ασφαλώς) μιας κυβέρνησης με περισσότερους εταίρους: «Αν ο ελληνικός λαός κρίνει ότι πρέπει να είμαστε αυτοδύναμοι στις επόμενες εκλογές, τότε αυτή την εντολή θα μας δώσει. Αν πάλι ο λαός κρίνει ότι θέλει κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές, πάλι θα σεβαστούμε την εντολή του».
Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα
Στις «ώριμες Δημοκρατίες» της Δύσης εφαρμόζονται απολύτως επίσημες και τυπικά οριοθετημένες διαδικασίες «συμπαραγωγής» πολιτικών. Οπως υπογραμμίζει ο Απόστολος Παπατόλιας, συντονιστής Κύκλου Δημόσιας Διοίκησης ΕΝΑ, ανεξάρτητα από τις διαθέσεις των πολιτών απέναντι στις κυβερνήσεις αυτές, «είναι αδιαμφισβήτητο ότι φαινόμενα καθεστωτισμού, διολίσθησης στον πρωθυπουργοκεντρισμό ή μεταρρυθμιστικής αδράνειας εμφανίζονται προεχόντως στις μονοκομματικές κυβερνήσεις με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία» («Ετσι λειτουργούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας», 4/4/2023, «Εφ.Συν.»).
Η κρατούσα θεσμική πρακτική στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας - το 2023 από τις 26 χώρες της Ε.Ε., πέραν της Ελλάδας, μόνον άλλες τρεις είχαν μονοκομματικές κυβερνήσεις: η Ουγγαρία, η Μάλτα και η Πορτογαλία. Πώς κατέληξαν σε αυτήν την πρακτική; Και πώς οι Ευρωπαίοι γείτονές μας αντιμετωπίζουν την πολυκομματική διακυβέρνηση; Πώς διαφέρει ο συνήθως «μονοκομματικός Νότος» από τη «συνεργατική» βορειοδυτική Ευρώπη; Οι χρονοβόρες πάντως διαδικασίες σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας δεν φαίνεται πως πτοούν τους Ευρωπαίους πολίτες από το να τις πριμοδοτούν, ακόμα και αν χρειαστεί να περάσουν... 541 ημέρες για να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού, όπως έγινε στο Βέλγιο τη διετία 2010-2011, γεγονός που εξακολουθεί να αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Μία μέρα μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, κατέρρευσε ο υπό τον Ολαφ Σολτς τρικομματικός ομοσπονδιακός συνασπισμός της Γερμανίας, σε μια χώρα που πληρώνει ήδη το τίμημα της ταχείας αποβιομηχάνισης, κυρίως λόγω της απώλειας της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, ενώ κινδυνεύει να συρθεί σε εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.
Η Γερμανία είχε μόνο κυβερνήσεις συνασπισμού από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη και όταν το CDU/CSU κέρδισε κάποτε την απόλυτη πλειοψηφία, το 1957, σχηματίστηκε επίσης κυβέρνηση συνασπισμού. Τυπικά στη Γερμανία δεν υπάρχουν προγραμματικές συζητήσεις πριν από τις εκλογές, με τις διαδικασίες των διαπραγματεύσεων να είναι άλλοτε πολύ χρονοβόρες, άλλοτε πολύ σύντομες. Οι μακρύτερες διαβουλεύσεις έχουν διαρκέσει 172 ημέρες και οι μικρότερες 24 ημέρες.
ΒΕΛΓΙΟ
Το Βέλγιο είναι η χώρα των συνασπισμών που είναι βαθιά ριζωμένοι στη διχοτόμηση Φλαμανδίας-Βαλονίας, για να μην ξεχνάμε τη μικρή αλλά καλά εκπροσωπούμενη γερμανική μειονότητα. Ως εκ τούτου, η βελγική ομοσπονδιακή πολιτική χαρακτηρίζεται από το πολύπλοκο σύστημα συνασπισμού, που αντανακλά την ποικιλόμορφη γλωσσική και πολιτιστική σύνθεση της χώρας. Οντας μια ομοσπονδιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, το Βέλγιο χωρίζεται σε τρεις γλωσσικές περιφέρειες: φλαμανδόφωνη Φλάνδρα, γαλλόφωνη Βαλονία και τη δίγλωσση περιφέρεια των Βρυξελλών. Αυτές οι διαιρέσεις καθιστούν αναγκαίες τις κυβερνήσεις συνασπισμού, οι οποίες συχνά απαιτούν εκτεταμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ πολλών κομμάτων για την εξασφάλιση της πλειοψηφίας. Ιστορικά, οι συνομιλίες συνασπισμού έχουν συχνά βαλτώσει λόγω γλωσσικών, περιφερειακών και ιδεολογικών διαφορών.
Το χάσμα μεταξύ φλαμανδικών και γαλλόφωνων κομμάτων οδηγεί συχνά σε κατακερματισμένα εκλογικά αποτελέσματα, με τα κόμματα να πρέπει να συμβιβάσουν τα περιφερειακά συμφέροντα για την εθνική διακυβέρνηση. Σημαντικές στιγμές είναι η Συμφωνία του Αγίου Μιχαήλ το 1993, η οποία σηματοδότησε τη μετάβαση του Βελγίου σε ομοσπονδιακό κράτος, και η «κρίση του βουτύρου» του 1968, η οποία ανέδειξε τις γλωσσικές εντάσεις και οδήγησε σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Στις πρόσφατες συνομιλίες για συνασπισμό έχουν σημειωθεί επανειλημμένα αδιέξοδα, όπως μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2019, όπου χρειάστηκαν... 480 μέρες για να προκύψει κυβέρνηση. Παρά τα εμπόδιά του, το σύστημα κυβερνήσεων συνασπισμού του Βελγίου αποτελεί παράδειγμα της δέσμευσης της χώρας για πολιτικούς συμβιβασμούς και εκπροσώπηση, αν και παραμένει ένα δύσκολο μοντέλο σε ένα βαθιά διχασμένο πολιτικό τοπίο. Οσον αφορά τις τελευταίες εξελίξεις, μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2024, αρκετοί γύροι συνομιλιών συνασπισμού μεταξύ βελγικών κομμάτων απέτυχαν.
ΓΑΛΛΙΑ
Στη Γαλλία δεν υπάρχει παράδοση κυβερνήσεων συνεργασίας και ένα τόσο «μοιρασμένο» Κοινοβούλιο, όπως προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές, χωρίς απόλυτα ξεκάθαρη κυβερνητική πλειοψηφία, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν απαξίωσε επιδεικτικά το αποτέλεσμα των εκλογών, εξοργίζοντας την Αριστερά και τα λαϊκά στρώματα, και διόρισε πρωθυπουργό τον δεξιό Μισέλ Μπαρνιέ, με την ανοχή αρχικά της Λεπέν. Η ανατροπή της κυβέρνησης την Τετάρτη μετά την πρόταση δυσπιστίας ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη γαλλική κοινωνία, καθώς η τελευταία φορά που συνέβη κάτι ανάλογο ήταν πριν από 62 χρόνια, όταν ανετράπη η κυβέρνηση Πομπιντού. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ ήταν η πλέον βραχύβια στην ιστορία της χώρας.
ΑΥΣΤΡΙΑ
Ενας νέος κυβερνητικός συνασπισμός θα σχηματιστεί (πιθανότατα) τις επόμενες εβδομάδες, ίσως χρειαστούν και μήνες - το πώς θα μοιάζει και τι σκοπεύει να κάνει είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Εκτός από τις ουσιαστικές συνομιλίες που διεξάγονται πίσω από κλειστές πόρτες, υπάρχει και το σόου για το κοινό: τα εμπλεκόμενα μέρη θέλουν να εμφανιστούν ως επαγγελματίες και να επιδείξουν εποικοδομητική διάθεση και -πάνω απ’ όλα- να φανούν διεκδικητικοί και με αρχές. Αυτό εκδηλώνεται ενίοτε με σκηνοθεσίες και δραματικές σκηνές - τεχνικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια.
Μόλις τα κόμματα αρχίσουν επίσημες συνομιλίες για συνασπισμό, αρχίζει μια πράξη εξισορρόπησης. Από τη μία πλευρά, οι διαπραγματευτές πρέπει να δείξουν εμπιστοσύνη και διάθεση συμβιβασμού, ώστε να μην περάσουν ώρες και ημέρες σε αίθουσες συνεδριάσεων για το τίποτα. Από την άλλη, αν οι συνομιλίες προχωρήσουν πολύ γρήγορα, μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η μία πλευρά υποχωρεί περισσότερο από την άλλη.
Το θέμα των υπουργικών διορισμών είναι πολύ αντιδημοφιλές, γι’ αυτό και τα διαπραγματευόμενα μέρη ορκίζονται πάντα ότι τα θέματα προσωπικού θα συζητηθούν μόνο στο τέλος. Και επειδή οι δημοσιογράφοι δύσκολα μπορούν να βγάλουν ρεπορτάζ γύρω από τις εμπιστευτικές συνομιλίες για τον συνασπισμό, όλα τα δημοσιεύματα τελικά περιστρέφονται γύρω από την ονοματολογία για τους υπουργήσιμους.
Κατά μέσο όρο, οι αντίπαλοι γίνονται εταίροι 62 ημέρες μετά τις εκλογές. Δεν έχει συμβεί ποτέ να μην μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση και να γίνουν σύντομα νέες εκλογές. Μέχρι στιγμής, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι δικομματικές - αυτό όμως είναι πιθανό να αλλάξει σύντομα.
ΙΣΠΑΝΙΑ
Στην Ισπανία, οι συμφωνίες μεταξύ των κομμάτων γίνονται όλο και πιο περίπλοκες. Συνήθως, οι συμμαχίες σχηματίζονται μεταξύ του δεξιού PP και του κεντροαριστερού PSOE, μαζί με περιφερειακά κόμματα. Μετά τη Δεύτερη Δημοκρατία (1931-1939) και μέχρι το 2019, η χώρα δεν είχε κυβέρνηση εθνικού συνασπισμού. Ωστόσο, σε περιφερειακό επίπεδο, οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν είναι κάτι καινούργιο: στη Χώρα των Βάσκων, από το 1987, οι περισσότερες κυβερνήσεις είναι συνασπισμός κομμάτων, όπως το ίδιο συμβαίνει και στην Αραγονία και την Καταλονία.
Οι χρόνοι διαπραγμάτευσης ποικίλλουν κατά περίπτωση. Μία από τις πιο έντονες συζητήσεις στην Ισπανία μετά τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαΐου 2023 ήταν το αν το PP (συντηρητικοί) θα κατέληγε σε συμφωνία με το Vox (ακροδεξιοί) για να εξασφαλίσει τη διακυβέρνηση έως και πέντε περιφερειών και, κυρίως, τι θα προσέφερε σε αντάλλαγμα. Σε ορισμένες περιφέρειες, όπως στη Μούρθια, η προθεσμία διαπραγμάτευσης εξαντλήθηκε μέχρι σχεδόν την τελευταία ημέρα, ενώ σε άλλες, όπως η Βαλένθια, οι συμφωνίες επιτεύχθηκαν μέσα σε λίγες μόνο ημέρες.
Μια περιφερειακή κυβέρνηση συνασπισμού μπορεί να διαλυθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να προκηρυχτούν νέες εκλογές. Σε τέτοιες καταστάσεις, η πολιτική στρατηγική μπαίνει και πάλι στο παιχνίδι. Ανάλογα με το πλαίσιο, το κόμμα που παραμένει μόνο του μπορεί να βρει σανίδα σωτηρίας από τον πρώην εταίρο του ή να αναζητήσει νέους συμμάχους.
ΤΣΕΧΙΑ
Στην Τσεχία, οι πιο συνηθισμένοι είναι οι τρικομματικοί συνασπισμοί ή μια κυβέρνηση μειοψηφίας ενός ή δύο κομμάτων, η οποία γίνεται ανεκτή βάσει μιας σταθερής συμφωνίας με την αξιωματική αντιπολίτευση. Το κεντροδεξιό υπουργικό συμβούλιο που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία συνιστά εξαίρεση: αποτελείται από πέντε κόμματα που ενώθηκαν σε δύο εκλογικούς συνασπισμούς πριν από τις τελευταίες εκλογές. Ωστόσο, ακόμη και αυτά είχαν καταστήσει σαφές προεκλογικά ότι θα προτιμούσαν να κυβερνήσουν από κοινού. Οι διαπραγματεύσεις τους για τον συνασπισμό το 2021 διήρκεσαν περίπου δύο μήνες.
Οι διαπραγματεύσεις είναι συνήθως σχετικά σύντομες. Αν υπάρχει σαφής κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο διαμοιρασμός των υπουργείων και η δημιουργία ενός κοινού προγράμματος διαρκούν κατά μέσο όρο ενάμιση έως δύο μήνες και οι διαπραγματεύσεις τείνουν να είναι διακριτικές, χωρίς επίδειξη. Εάν δεν υπάρχει σαφής πλειοψηφία, τότε οι διαπραγματεύσεις είναι πιο περίπλοκες και διαρκούν συνήθως έξι έως δέκα μήνες.
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Η Βουλγαρία, κοινοβουλευτική δημοκρατία από το 1989, έχει μέτρια εμπειρία στον σχηματισμό μεγάλων και πολύπλοκων συνασπισμών. Οι πιο επιτυχημένοι από αυτούς κατάφεραν να παραμείνουν στην εξουσία από το 2005 έως το 2009.
Σήμερα, οι συσσωρευμένες συγκρούσεις και η βαριά κληρονομιά της διαφθοράς παρατείνουν την πολιτική κρίση, που διαρκεί περισσότερο από τρία χρόνια, γεγονός που εμποδίζει το έργο του Κοινοβουλίου και δεν αφήνει καμία πιθανότητα εκλογής μιας σταθερής κυβέρνησης. Ο ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος GERB, Μπόικο Μπορίσοφ (ΕΛΚ), έλαβε μόνο το 24,5% των ψήφων στις εκλογές του Οκτωβρίου, γεγονός που απαιτούσε τον σχηματισμό πολύπλοκων συνασπισμών με τη συμμετοχή τριών ή τεσσάρων κομμάτων.
Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση οδηγεί σε μια κατάσταση κατά την οποία, σχεδόν πέντε εβδομάδες μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, οι διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό δεν έχουν καν αρχίσει, ενώ το Κοινοβούλιο παραμένει μπλοκαρισμένο, επειδή δεν μπορεί να συγκεντρωθεί πολιτική πλειοψηφία για την εκλογή κοινοβουλευτικού προέδρου. Στις 20 Νοεμβρίου, ο Μπορίσοφ παραδέχτηκε ότι κανείς δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για την εκλογή μιας κανονικής κυβέρνησης, επειδή θα πρέπει να λύσει σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με τα δημόσια οικονομικά, ενώ οι κοινωνικές διαμαρτυρίες στους δρόμους πολλαπλασιάζονται.
ΙΤΑΛΙΑ
Η Ιταλία είχε σχεδόν πάντα κυβερνήσεις συνασπισμού αποτελούμενες από πολυάριθμα κόμματα. Η σημερινή υποστηρίζεται από έναν κεντροδεξιό συνασπισμό αποτελούμενο από τέσσερις εταίρους. Οι λεγόμενες «μονοκομματικές» κυβερνήσεις ήταν σπάνιες και καθοδηγούνταν μόνο από τους Χριστιανοδημοκράτες. Ωστόσο κι αυτές ήταν βραχύβιες - σε ορισμένες περιπτώσεις, η κυβέρνηση παρέμεινε στην εξουσία μόνο για λίγους μήνες.
Η Ιταλία είναι γνωστή για το ασταθές πολιτικό της σύστημα. Από τη γέννησή της (1946), η Δημοκρατία είχε 68 κυβερνήσεις και 31 πρωθυπουργούς. Καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε ποτέ να παραμείνει στην εξουσία για όλη τη διάρκεια της θητείας της. Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και αρκετές εβδομάδες και εξαρτώνται από τα αποτελέσματα των εκλογών και το ποσοστό που έχει λάβει κάθε κόμμα. Το 2022 η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι ανέλαβε καθήκοντα 27 ημέρες μετά τις κάλπες, ενώ το 2018 χρειάστηκαν 89 ημέρες για να σχηματιστεί η πρώτη κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε.
🔴 Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία και στην οποία συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα η «Εφ.Συν.». Για το ρεπορτάζ αυτό συνεργάστηκαν: Sebastian Fellner (Der Standard- Aυστρία), Inés P. Chávarri, Ana Rodríguez, Lola García-Ajofrín (El Confidencial -Ισπανία), György Folk (Eurologus-Βέλγιο), Petr Jedlička (Denik Referendum - Τσεχία), Krassen Nikolov (Mediapool.bg-Βουλγαρία), Riccardo Ferrazza (Il Sole 24 Ore - Ιταλία).
Ντίνα Δασκαλοπούλου, Κώστας Ζαφειρόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Σε ένα πολιτικό σκηνικό εξαιρετικά ευμετάβλητο και με τον πάλαι ποτέ κραταιό ΣΥΡΙΖΑ να ρευστοποιείται παρά την ελπιδοφόρα για την επιβίωσή του προσέλευση ψηφοφόρων στην εσωκομματική διαδικασία για ανάδειξη προέδρου, καθόλου τυχαία ο «ιδρυτής» (όπως αυτοπροσδιορίζεται) του Κινήματος Δημοκρατίας κλήθηκε επίμονα να τοποθετηθεί σε ένα σενάριο πιθανής συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία. Και μπορεί ο κ. Κασσελάκης να απάντησε με ένα τριπλό «όχι», ωστόσο η γενικότερη συζήτηση παραμένει ανοιχτή.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, θέτει ως στόχο του κόμματός του την πρωτιά στις επόμενες εκλογές και δηλώνει ανοιχτός σε συνεργασίες υπό όρους, αναφερόμενος περισσότερο όμως σε πρόσωπα, ενώ στο παρελθόν έχει εκφραστεί θετικά ως προς τις κυβερνήσεις συνεργασίας. «Το σύστημα ετοιμάζει κυβερνήσεις συνεργασίας σε μια προσπάθεια να εφαρμοστούν στο μέλλον πολιτικές με υψηλό κόστος», υπογραμμίζει πιο έντονα το τελευταίο διάστημα ο γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας (Dnews, 30/10/2024).
Ποιος θα συνεργαστεί με ποιον στην περίπτωση που ουδείς πετύχει την πολυπόθητη αυτοδυναμία; Αυτή η ερώτηση -και όχι οράματα, προγράμματα, πολιτικές στοχεύσεις και λοιπά... περιττά- κυριαρχεί σε μια χώρα που όχι απλώς δεν έχει κουλτούρα κυβερνητικών συνεργασιών, αλλά, αντιθέτως, η συγκατοίκηση στην εξουσία είναι μάλλον... εξωτικό και σπάνιο λουλούδι, το οποίο ανθίζει σε στιγμές μεγάλων πολιτικών ή οικονομικών κρίσεων. «Η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών θεωρεί εξαίρεση τις κυβερνήσεις συνεργασίας», αναφέρει ο συνταγματολόγος και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Αλιβιζάτος, στην «Καθημερινή» (6/4/2023). «Κατά το 1864-1923 είχαμε πλειοψηφικό σύστημα, μεταξύ 1926-1958 είχαμε εναλλαγή μεταξύ αναλογικού-πλειοψηφικού και από το 1958 κι εντεύθεν ενισχυμένη αναλογική, με εξαίρεση τον αναλογικό εκλογικό νόμο του ΠΑΣΟΚ το 1989. Είναι μία ιστορική σταθερά. Δεν είναι λόγω DNA, δηλαδή, είναι η παράδοσή μας» προσθέτει.
Στα 50 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την πτώση της χούντας, οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν μόλις έξι (η πρώτη κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά τη δικτατορία, η κυβέρνηση Τζαννετάκη, η οικουμενική Ζολώτα, η κυβέρνηση Παπαδήμου, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου) και δεν δημιουργήθηκαν στη βάση ενός κοινού οράματος ή προγραμματικών συγκλίσεων, αλλά μάλλον στην από κοινού συγκυριακή αντιμετώπιση των κρίσιμων προκλήσεων της εποχής.
Είναι χαρακτηριστικό πως η μοναδική που μακροημέρευσε είναι η παράδοξη συγκυβέρνηση ριζοσπαστικής Αριστεράς και αντιμνημονιακής Δεξιάς. Ο «αναγκαστικός γάμος» ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ., παρά τις χαώδεις διαφορές των δύο κομμάτων και τη μείζονα κρίση στη μεταξύ τους σχέση λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, έφτασε σχεδόν ώς τη λήξη της κυβερνητικής θητείας.
Υπουργικό Συμβούλιο της συγκυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα με τον Πάνο Καμμένο τον Σεπτέμβριο του 2015 |
Πολλά μπορεί να ειπωθούν για αυτήν την -τουλάχιστον αταίριαστη- συγκατοίκηση στο Μέγαρο Μαξίμου δύο εταίρων που κανένα άλλο κοινό δεν έμοιαζε να έχουν πέρα από την έξοδο από τα μνημόνια και την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ωστόσο σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις εξόχως τραυματικές μνήμες που άφησε η συνεργασία Δεξιάς και Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Για άλλους «κάθαρση» και για άλλους «βρόμικο ’89», η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού με μοναδικό σκοπό την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ στα σίγουρα στοίχειωσε την Αριστερά, που ακόμα και δεκαετίες μετά (όταν πια ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απορροφήσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ) καλούνταν να απαντήσει για αυτόν τον σκελετό στις ντουλάπες της.
Οσο για τις αλλεπάλληλες κυβερνήσεις συνεργασίας την περίοδο των μνημονίων (κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, που στηρίχτηκε από τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ, και κυβέρνηση Σαμαρά, που στηρίχτηκε από τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, μέχρι την αποχώρησή της, τον Ιούνιο του 2013) μονάχα κλίμα συνεργασίας δεν κατάφεραν να εμπεδώσουν στην ελληνική κοινωνία, η οποία αντιδρούσε στον δρόμο -δικαίως- σφοδρά στην επιβολή των μνημονίων.
Το 2012 ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος συνομιλεί με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο στη Βουλή, στην ψηφοφορία για το δεύτερο μνημόνιο |
Τον Ιούλιο του 2011 (εν μέσω κινήματος πλατειών), η προτίμηση υπέρ των πολυκομματικών κυβερνήσεων συνεργασίας βρίσκεται στο 55%, ενώ η προτίμηση για τις αυτοδύναμες έχει υποχωρήσει στο 14%. (...) Η εκτίναξη των κοινωνικών προτιμήσεων υπέρ της συμμαχικής μορφής διακυβέρνησης, που προσέγγισε τον Ιανουάριο του 2015 το μέγιστο σημείο της διαθέσιμης χρονοσειράς (75%), οφείλεται στην πολιτική ευφορία που δημιουργήθηκε στο α’ εξάμηνο του 2015, όταν η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόταν ακόμη με την τρόικα».
Το 2023, οι δύο μορφές κυβέρνησης (αυτοδύναμη και συνεργασίας) εμφάνιζαν ισοδύναμα το ίδιο ποσοστό (36%), ενώ το 21% των ερωτηθέντων απαντούσε πως δεν έχουν καμία διαφορά.
Το τελευταίο διάστημα, η συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου έχει ξεκινήσει και πάλι με σκοπό ακριβώς το να μην αναγκαστεί το πρώτο κόμμα να αναζητήσει συνεργασίες σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας. Με βάση τον εκλογικό νόμο που η Νέα Δημοκρατία έφερε το 2020, η πολυπόθητη αυτοδυναμία απαιτεί ποσοστά της τάξης του 36%-37%, από τα οποία απέχει πολύ σήμερα δημοσκοπικά.
Ετσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δέχεται εισηγήσεις από συνεργάτες του (τις οποίες άφηνε να διαρρέουν) να ρίξει τον πήχη της αυτοδυναμίας ακόμα και στο 32%-33%, ενώ υπάρχουν εισηγήσεις να ανέβει το όριο εισόδου των κομμάτων στη Βουλή από το 3% στο 5%. Για ποιο δικαίωμα του κυβερνάν από την πλειοψηφία θα μιλάμε σε μια τέτοια περίπτωση; Και πόσο αντιπροσωπευτικό θα είναι το πολιτικό σύστημα που θα αποκλείει μια σειρά από φωνές στο Κοινοβούλιο;
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης διέψευσε κατηγορηματικά, αν και με καθυστέρηση, μια τέτοια πιθανότητα, εκπέμποντας κλίμα αισιοδοξίας για μελλοντική πρωτιά του κόμματός του παρά τη φθορά, ενώ ταυτόχρονα επέμεινε στην καλλιέργεια προφίλ ενός πολιτικού με αρχές. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αρχίσω να πειραματίζομαι με τη μηχανική του εκλογικού νόμου για να διευκολύνω με κάποιον τρόπο την αυτοδυναμία» ήταν η δήλωσή του από τη Θεσσαλονίκη - σαφής, με μια γενικότερη, κρίσιμη ωστόσο -δική του- παρατήρηση: «Οι εκλογές θα γίνουν σε 2,5 χρόνια - είναι ένας αιώνας στην πολιτική».
Ετσι, ο κ. Μητσοτάκης, ενώ επανέλαβε τη γνωστή επιχειρηματολογία του για την ανάγκη μονοκομματικών κυβερνήσεων, επικαλούμενος το παράδειγμα της Γαλλίας και της Γερμανίας, για πρώτη φορά δεν απέκλεισε να ηγηθεί (ασφαλώς) μιας κυβέρνησης με περισσότερους εταίρους: «Αν ο ελληνικός λαός κρίνει ότι πρέπει να είμαστε αυτοδύναμοι στις επόμενες εκλογές, τότε αυτή την εντολή θα μας δώσει. Αν πάλι ο λαός κρίνει ότι θέλει κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές, πάλι θα σεβαστούμε την εντολή του».
Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα
Στις «ώριμες Δημοκρατίες» της Δύσης εφαρμόζονται απολύτως επίσημες και τυπικά οριοθετημένες διαδικασίες «συμπαραγωγής» πολιτικών. Οπως υπογραμμίζει ο Απόστολος Παπατόλιας, συντονιστής Κύκλου Δημόσιας Διοίκησης ΕΝΑ, ανεξάρτητα από τις διαθέσεις των πολιτών απέναντι στις κυβερνήσεις αυτές, «είναι αδιαμφισβήτητο ότι φαινόμενα καθεστωτισμού, διολίσθησης στον πρωθυπουργοκεντρισμό ή μεταρρυθμιστικής αδράνειας εμφανίζονται προεχόντως στις μονοκομματικές κυβερνήσεις με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία» («Ετσι λειτουργούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας», 4/4/2023, «Εφ.Συν.»).
Η κρατούσα θεσμική πρακτική στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας - το 2023 από τις 26 χώρες της Ε.Ε., πέραν της Ελλάδας, μόνον άλλες τρεις είχαν μονοκομματικές κυβερνήσεις: η Ουγγαρία, η Μάλτα και η Πορτογαλία. Πώς κατέληξαν σε αυτήν την πρακτική; Και πώς οι Ευρωπαίοι γείτονές μας αντιμετωπίζουν την πολυκομματική διακυβέρνηση; Πώς διαφέρει ο συνήθως «μονοκομματικός Νότος» από τη «συνεργατική» βορειοδυτική Ευρώπη; Οι χρονοβόρες πάντως διαδικασίες σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας δεν φαίνεται πως πτοούν τους Ευρωπαίους πολίτες από το να τις πριμοδοτούν, ακόμα και αν χρειαστεί να περάσουν... 541 ημέρες για να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού, όπως έγινε στο Βέλγιο τη διετία 2010-2011, γεγονός που εξακολουθεί να αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Μία μέρα μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, κατέρρευσε ο υπό τον Ολαφ Σολτς τρικομματικός ομοσπονδιακός συνασπισμός της Γερμανίας, σε μια χώρα που πληρώνει ήδη το τίμημα της ταχείας αποβιομηχάνισης, κυρίως λόγω της απώλειας της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, ενώ κινδυνεύει να συρθεί σε εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.
Η Γερμανία είχε μόνο κυβερνήσεις συνασπισμού από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη και όταν το CDU/CSU κέρδισε κάποτε την απόλυτη πλειοψηφία, το 1957, σχηματίστηκε επίσης κυβέρνηση συνασπισμού. Τυπικά στη Γερμανία δεν υπάρχουν προγραμματικές συζητήσεις πριν από τις εκλογές, με τις διαδικασίες των διαπραγματεύσεων να είναι άλλοτε πολύ χρονοβόρες, άλλοτε πολύ σύντομες. Οι μακρύτερες διαβουλεύσεις έχουν διαρκέσει 172 ημέρες και οι μικρότερες 24 ημέρες.
ΒΕΛΓΙΟ
Το Βέλγιο είναι η χώρα των συνασπισμών που είναι βαθιά ριζωμένοι στη διχοτόμηση Φλαμανδίας-Βαλονίας, για να μην ξεχνάμε τη μικρή αλλά καλά εκπροσωπούμενη γερμανική μειονότητα. Ως εκ τούτου, η βελγική ομοσπονδιακή πολιτική χαρακτηρίζεται από το πολύπλοκο σύστημα συνασπισμού, που αντανακλά την ποικιλόμορφη γλωσσική και πολιτιστική σύνθεση της χώρας. Οντας μια ομοσπονδιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, το Βέλγιο χωρίζεται σε τρεις γλωσσικές περιφέρειες: φλαμανδόφωνη Φλάνδρα, γαλλόφωνη Βαλονία και τη δίγλωσση περιφέρεια των Βρυξελλών. Αυτές οι διαιρέσεις καθιστούν αναγκαίες τις κυβερνήσεις συνασπισμού, οι οποίες συχνά απαιτούν εκτεταμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ πολλών κομμάτων για την εξασφάλιση της πλειοψηφίας. Ιστορικά, οι συνομιλίες συνασπισμού έχουν συχνά βαλτώσει λόγω γλωσσικών, περιφερειακών και ιδεολογικών διαφορών.
Το χάσμα μεταξύ φλαμανδικών και γαλλόφωνων κομμάτων οδηγεί συχνά σε κατακερματισμένα εκλογικά αποτελέσματα, με τα κόμματα να πρέπει να συμβιβάσουν τα περιφερειακά συμφέροντα για την εθνική διακυβέρνηση. Σημαντικές στιγμές είναι η Συμφωνία του Αγίου Μιχαήλ το 1993, η οποία σηματοδότησε τη μετάβαση του Βελγίου σε ομοσπονδιακό κράτος, και η «κρίση του βουτύρου» του 1968, η οποία ανέδειξε τις γλωσσικές εντάσεις και οδήγησε σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Στις πρόσφατες συνομιλίες για συνασπισμό έχουν σημειωθεί επανειλημμένα αδιέξοδα, όπως μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2019, όπου χρειάστηκαν... 480 μέρες για να προκύψει κυβέρνηση. Παρά τα εμπόδιά του, το σύστημα κυβερνήσεων συνασπισμού του Βελγίου αποτελεί παράδειγμα της δέσμευσης της χώρας για πολιτικούς συμβιβασμούς και εκπροσώπηση, αν και παραμένει ένα δύσκολο μοντέλο σε ένα βαθιά διχασμένο πολιτικό τοπίο. Οσον αφορά τις τελευταίες εξελίξεις, μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2024, αρκετοί γύροι συνομιλιών συνασπισμού μεταξύ βελγικών κομμάτων απέτυχαν.
ΓΑΛΛΙΑ
Στη Γαλλία δεν υπάρχει παράδοση κυβερνήσεων συνεργασίας και ένα τόσο «μοιρασμένο» Κοινοβούλιο, όπως προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές, χωρίς απόλυτα ξεκάθαρη κυβερνητική πλειοψηφία, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν απαξίωσε επιδεικτικά το αποτέλεσμα των εκλογών, εξοργίζοντας την Αριστερά και τα λαϊκά στρώματα, και διόρισε πρωθυπουργό τον δεξιό Μισέλ Μπαρνιέ, με την ανοχή αρχικά της Λεπέν. Η ανατροπή της κυβέρνησης την Τετάρτη μετά την πρόταση δυσπιστίας ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη γαλλική κοινωνία, καθώς η τελευταία φορά που συνέβη κάτι ανάλογο ήταν πριν από 62 χρόνια, όταν ανετράπη η κυβέρνηση Πομπιντού. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ ήταν η πλέον βραχύβια στην ιστορία της χώρας.
ΑΥΣΤΡΙΑ
Ενας νέος κυβερνητικός συνασπισμός θα σχηματιστεί (πιθανότατα) τις επόμενες εβδομάδες, ίσως χρειαστούν και μήνες - το πώς θα μοιάζει και τι σκοπεύει να κάνει είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Εκτός από τις ουσιαστικές συνομιλίες που διεξάγονται πίσω από κλειστές πόρτες, υπάρχει και το σόου για το κοινό: τα εμπλεκόμενα μέρη θέλουν να εμφανιστούν ως επαγγελματίες και να επιδείξουν εποικοδομητική διάθεση και -πάνω απ’ όλα- να φανούν διεκδικητικοί και με αρχές. Αυτό εκδηλώνεται ενίοτε με σκηνοθεσίες και δραματικές σκηνές - τεχνικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια.
Μόλις τα κόμματα αρχίσουν επίσημες συνομιλίες για συνασπισμό, αρχίζει μια πράξη εξισορρόπησης. Από τη μία πλευρά, οι διαπραγματευτές πρέπει να δείξουν εμπιστοσύνη και διάθεση συμβιβασμού, ώστε να μην περάσουν ώρες και ημέρες σε αίθουσες συνεδριάσεων για το τίποτα. Από την άλλη, αν οι συνομιλίες προχωρήσουν πολύ γρήγορα, μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η μία πλευρά υποχωρεί περισσότερο από την άλλη.
Το θέμα των υπουργικών διορισμών είναι πολύ αντιδημοφιλές, γι’ αυτό και τα διαπραγματευόμενα μέρη ορκίζονται πάντα ότι τα θέματα προσωπικού θα συζητηθούν μόνο στο τέλος. Και επειδή οι δημοσιογράφοι δύσκολα μπορούν να βγάλουν ρεπορτάζ γύρω από τις εμπιστευτικές συνομιλίες για τον συνασπισμό, όλα τα δημοσιεύματα τελικά περιστρέφονται γύρω από την ονοματολογία για τους υπουργήσιμους.
Κατά μέσο όρο, οι αντίπαλοι γίνονται εταίροι 62 ημέρες μετά τις εκλογές. Δεν έχει συμβεί ποτέ να μην μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση και να γίνουν σύντομα νέες εκλογές. Μέχρι στιγμής, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι δικομματικές - αυτό όμως είναι πιθανό να αλλάξει σύντομα.
ΙΣΠΑΝΙΑ
Στην Ισπανία, οι συμφωνίες μεταξύ των κομμάτων γίνονται όλο και πιο περίπλοκες. Συνήθως, οι συμμαχίες σχηματίζονται μεταξύ του δεξιού PP και του κεντροαριστερού PSOE, μαζί με περιφερειακά κόμματα. Μετά τη Δεύτερη Δημοκρατία (1931-1939) και μέχρι το 2019, η χώρα δεν είχε κυβέρνηση εθνικού συνασπισμού. Ωστόσο, σε περιφερειακό επίπεδο, οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν είναι κάτι καινούργιο: στη Χώρα των Βάσκων, από το 1987, οι περισσότερες κυβερνήσεις είναι συνασπισμός κομμάτων, όπως το ίδιο συμβαίνει και στην Αραγονία και την Καταλονία.
Οι χρόνοι διαπραγμάτευσης ποικίλλουν κατά περίπτωση. Μία από τις πιο έντονες συζητήσεις στην Ισπανία μετά τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαΐου 2023 ήταν το αν το PP (συντηρητικοί) θα κατέληγε σε συμφωνία με το Vox (ακροδεξιοί) για να εξασφαλίσει τη διακυβέρνηση έως και πέντε περιφερειών και, κυρίως, τι θα προσέφερε σε αντάλλαγμα. Σε ορισμένες περιφέρειες, όπως στη Μούρθια, η προθεσμία διαπραγμάτευσης εξαντλήθηκε μέχρι σχεδόν την τελευταία ημέρα, ενώ σε άλλες, όπως η Βαλένθια, οι συμφωνίες επιτεύχθηκαν μέσα σε λίγες μόνο ημέρες.
Μια περιφερειακή κυβέρνηση συνασπισμού μπορεί να διαλυθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να προκηρυχτούν νέες εκλογές. Σε τέτοιες καταστάσεις, η πολιτική στρατηγική μπαίνει και πάλι στο παιχνίδι. Ανάλογα με το πλαίσιο, το κόμμα που παραμένει μόνο του μπορεί να βρει σανίδα σωτηρίας από τον πρώην εταίρο του ή να αναζητήσει νέους συμμάχους.
ΤΣΕΧΙΑ
Στην Τσεχία, οι πιο συνηθισμένοι είναι οι τρικομματικοί συνασπισμοί ή μια κυβέρνηση μειοψηφίας ενός ή δύο κομμάτων, η οποία γίνεται ανεκτή βάσει μιας σταθερής συμφωνίας με την αξιωματική αντιπολίτευση. Το κεντροδεξιό υπουργικό συμβούλιο που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία συνιστά εξαίρεση: αποτελείται από πέντε κόμματα που ενώθηκαν σε δύο εκλογικούς συνασπισμούς πριν από τις τελευταίες εκλογές. Ωστόσο, ακόμη και αυτά είχαν καταστήσει σαφές προεκλογικά ότι θα προτιμούσαν να κυβερνήσουν από κοινού. Οι διαπραγματεύσεις τους για τον συνασπισμό το 2021 διήρκεσαν περίπου δύο μήνες.
Οι διαπραγματεύσεις είναι συνήθως σχετικά σύντομες. Αν υπάρχει σαφής κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο διαμοιρασμός των υπουργείων και η δημιουργία ενός κοινού προγράμματος διαρκούν κατά μέσο όρο ενάμιση έως δύο μήνες και οι διαπραγματεύσεις τείνουν να είναι διακριτικές, χωρίς επίδειξη. Εάν δεν υπάρχει σαφής πλειοψηφία, τότε οι διαπραγματεύσεις είναι πιο περίπλοκες και διαρκούν συνήθως έξι έως δέκα μήνες.
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Η Βουλγαρία, κοινοβουλευτική δημοκρατία από το 1989, έχει μέτρια εμπειρία στον σχηματισμό μεγάλων και πολύπλοκων συνασπισμών. Οι πιο επιτυχημένοι από αυτούς κατάφεραν να παραμείνουν στην εξουσία από το 2005 έως το 2009.
Σήμερα, οι συσσωρευμένες συγκρούσεις και η βαριά κληρονομιά της διαφθοράς παρατείνουν την πολιτική κρίση, που διαρκεί περισσότερο από τρία χρόνια, γεγονός που εμποδίζει το έργο του Κοινοβουλίου και δεν αφήνει καμία πιθανότητα εκλογής μιας σταθερής κυβέρνησης. Ο ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος GERB, Μπόικο Μπορίσοφ (ΕΛΚ), έλαβε μόνο το 24,5% των ψήφων στις εκλογές του Οκτωβρίου, γεγονός που απαιτούσε τον σχηματισμό πολύπλοκων συνασπισμών με τη συμμετοχή τριών ή τεσσάρων κομμάτων.
Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση οδηγεί σε μια κατάσταση κατά την οποία, σχεδόν πέντε εβδομάδες μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, οι διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό δεν έχουν καν αρχίσει, ενώ το Κοινοβούλιο παραμένει μπλοκαρισμένο, επειδή δεν μπορεί να συγκεντρωθεί πολιτική πλειοψηφία για την εκλογή κοινοβουλευτικού προέδρου. Στις 20 Νοεμβρίου, ο Μπορίσοφ παραδέχτηκε ότι κανείς δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για την εκλογή μιας κανονικής κυβέρνησης, επειδή θα πρέπει να λύσει σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με τα δημόσια οικονομικά, ενώ οι κοινωνικές διαμαρτυρίες στους δρόμους πολλαπλασιάζονται.
ΙΤΑΛΙΑ
Η Ιταλία είχε σχεδόν πάντα κυβερνήσεις συνασπισμού αποτελούμενες από πολυάριθμα κόμματα. Η σημερινή υποστηρίζεται από έναν κεντροδεξιό συνασπισμό αποτελούμενο από τέσσερις εταίρους. Οι λεγόμενες «μονοκομματικές» κυβερνήσεις ήταν σπάνιες και καθοδηγούνταν μόνο από τους Χριστιανοδημοκράτες. Ωστόσο κι αυτές ήταν βραχύβιες - σε ορισμένες περιπτώσεις, η κυβέρνηση παρέμεινε στην εξουσία μόνο για λίγους μήνες.
Η Ιταλία είναι γνωστή για το ασταθές πολιτικό της σύστημα. Από τη γέννησή της (1946), η Δημοκρατία είχε 68 κυβερνήσεις και 31 πρωθυπουργούς. Καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε ποτέ να παραμείνει στην εξουσία για όλη τη διάρκεια της θητείας της. Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και αρκετές εβδομάδες και εξαρτώνται από τα αποτελέσματα των εκλογών και το ποσοστό που έχει λάβει κάθε κόμμα. Το 2022 η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι ανέλαβε καθήκοντα 27 ημέρες μετά τις κάλπες, ενώ το 2018 χρειάστηκαν 89 ημέρες για να σχηματιστεί η πρώτη κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε.
🔴 Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία και στην οποία συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα η «Εφ.Συν.». Για το ρεπορτάζ αυτό συνεργάστηκαν: Sebastian Fellner (Der Standard- Aυστρία), Inés P. Chávarri, Ana Rodríguez, Lola García-Ajofrín (El Confidencial -Ισπανία), György Folk (Eurologus-Βέλγιο), Petr Jedlička (Denik Referendum - Τσεχία), Krassen Nikolov (Mediapool.bg-Βουλγαρία), Riccardo Ferrazza (Il Sole 24 Ore - Ιταλία).
Ντίνα Δασκαλοπούλου, Κώστας Ζαφειρόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου