Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Τα λέμε με τον Ηλία Τσέχο - ''Ελεύθερες Εξορίες'', Ανάλεκτο 2024

Καθώς διάβαζα τα ποιήματα της καινούργιας συλλογής του Ηλία Τσέχου ''ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΕΞΟΡΙΕΣ'', ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα ότι αναφέρει σε κάποια από αυτά ανθρώπους και τόπους, Θεσσαλονίκη εν προκειμένω, κοινούς. Και είναι θετική αυτή η αναφορά σε ονόματα όταν ταυτίζετε κάποιος αναγνώστης, γιατί επαναφέρει μνήμες, βιώματα και αναζωογονεί το νέο αίμα των αναγνωστών.
Έτσι άδραξα την ευκαιρία να ασχοληθώ λίγο με αυτές τις πληροφορίες, προβάλλοντας, συστήνοντας συγχρόνως τον εαυτό μου.
Π.χ. τον φωτογράφο Γιάννη Κυριακίδη με τον οποίο συνεργάστηκα για λίγο ως φωτορεπόρτερ, παίρνοντας κάτι από την τέχνη του, αλλά κυρίως και κάτι από τον χαρακτήρα του. Εκείνο το ποντιακό πείσμα που είχε, που διακρίνεται και στον ποιητής μας, να είναι πάντα πρώτος από όλους και αποτελεσματικός σε όλες τις συνθήκες, με μια μικρή σκάλα πάντα στον ώμο του, που έπρεπε να ανέβει για να φθάσει στην επιτυχία, κάνοντας από άλλη οπτική γωνία την δικιά του μοναδική φωτογραφία.
Το βιβλιοπωλείο του ευγενικού και καλοκάγαθου Ραγιά στην οδό Τσιμισκή και συγκεκριμένα στο υπόγειο, όπου εργάστηκα ένα φεγγάρι κατά την διάρκεια των εορτών εποπτεύοντας τα κλεφτρόνια βιβλιόφιλους, μαθαίνοντας έτσι εκατοντάδες νέους τίτλους και γνωρίζοντας δημιουργούς, εκδότες, διαβάζοντας κλασικά, σύγχρονα, σπάνια και underground βιβλία, χαμένα σήμερα στην λήθη και τις χαρτόκουτες.
Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, που επισκέφθηκα δειλά δειλά μια μέρα στη ‘’μικρή πινακοθήκη Διαγώνιος’’, για να ζητήσω την γνώμη του για μια χούφτα ποιήματα που θα εξέδιδα το 1983 με τον τίτλο-νεολογισμό ‘’στο μισόφως του δωματίου’’, εισπράττοντας την αυστηρή του κριτική: ‘’καλά είναι αλλά θέλουν και άλλη δουλειά τα καημένα’’. Αργότερα θα του έπαιρνα συνέντευξη που δημοσιεύτηκε με φωτογραφίες του στην εφημερίδα ΕΓΝΑΤΙΑ, όπου εργαζόμουνα, εκείνη την εποχή.
Την πλατεία του Βαρδάρη, όπου 700 μέτρα πιο πάνω γεννήθηκα και μεγάλωσα κι ήμουν αναγκασμένος να περνάω βιαστικά και ασκαρδαμυκτί πριν νυχτώσει, μπροστά από τα χαμαιτυπεία, τους τελευταίους τεκέδες και τους πορνοσινεμάδες που ξεφύτρωναν δύο δύο.
Το αστικό τοπίο, που με βίαιο και τάχιστο τρόπο και την βοήθεια εισαγόμενων οικοδόμων από την επαρχία, μεταμορφωνόταν από μια όμορφη παλέτα με αυλές, γεύσεις, εποχές και ανθρωπιά, σε γκρίζο, απρόσωπο και βασανιστικό περιβάλλον.
Η άλλοτε καθαρή θάλασσα της, που συνηθίζαμε να κάνουμε κοπάνες από το σχολείο αρχές καλοκαιριού για να την απολαύσουμε με βουτιές πίσω από το λιμάνι, σιγά σιγά μολύνονταν από την μικρή βιομηχανική επανάσταση της πόλης μας κι απομακρυνότανε με τα καραβάκια Ιουλία, Λευκή, Ελλήσποντο και άλλα, νοτιότερα προς Περαία, Μπαχτσέ Τσιφλίκι και Αγία Τριάδα μαζί με τις χαρές μας. Εμείς μικρά αλητάκια τότε ρουφούσαμε τη ζωή με το κουτάλι.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις και χρονικές στιγμές, εμπλουτισμένες με μουσικές Ροκ, Λέοναρντ Κοέν, ρεμπέτικων και λαϊκών, με σκηνές από το ‘’Δεν πληρώνω δεν πληρώνω’’ του Ντάριο Φο, το ‘’Θεώρημα’’ του Παζολίνι, το ‘’Μετρόπολις’’ του βωβού κινηματογράφου, τους έρωτες, τα τσιγάρα, τα ποτά, τα ξενύχτια, τα ταξίδια με οτοστόπ και Μπλου τζιν στην βόρεια Ευρώπη, ζυμωμένες με τις ζωές των άλλων, οικείων και αγνώστων, μας θρέψανε κι αναθρέψανε.
Έτσι άλλοι όπως εγώ κι εσύ, ως κοινοί αναγνώστες, ανασταίνουμε μέσα μας τις επιθυμίες, το τραυματισμένο ζώο και τη σκέψη πως τίποτα από τα ανθρώπινα δεν είναι τέλειο και πορευόμαστε αυτοεξόριστοι, μοναχικοί, ανέκφραστοι, ψηφιοποιημένοι.
Κι άλλοι, όπως ο Ηλίας Τσέχος, να ζει με πάθος και να δημιουργεί τις «Ελεύθερες Εξορίες» του μέσα στην μητέρα φύση, να χαίρετε, να την φροντίζει, να την απολαμβάνει και να την αναδεικνύει.
Αιμορραγεί φαντάζομαι τα βράδια όνειρα με στίχους και βουκολικές στροφές. Αναλύει και περιγράφει το παρόν με στέρεο υπόβαθρο το παρελθόν, μεταμορφώνει τις παιώνιες και τους κέδρους σε πνεύματα του δάσους που ομιλούν στους περιπατητές, δομεί άναρχα λέξεις, κλήσεις, ιδιώματα σε μικρονοήματα συγγενεύοντας τα με μακρινούς πολιτισμούς και ακόμα, δίνει ζωή σε ανόργανα χοϊκά* φτιάχνοντας ως δημιουργός τα Χάικου του.
Δεν φοβάται να αναδείξει και να ταυτιστεί με επαναστάτες που τους κλέψανε την πατρίδα και πεθάνανε γι’ αυτήν, όπως την όμορφη κούρδισσα Helin Bölek ή να πολεμήσει τους συστημικούς κακιστοκράτες με το επικό ποίημα ’’Ανεμογεννήτριοι’’ σε παλιότερη συλλογή του ‘’Τα ηλικιωμένα Ανήλικα’’. Δεν διστάζει να γίνει ελάχιστα σκληρός, μα όχι χυδαίος, χρησιμοποιώντας με χαριτωμένο τρόπο άσεμνες λέξεις ή εκφράσεις “λαïκές” όπως: “Μάθηση ζωής του κώλου”, “Α! Μαλάκα ω Μαλάκα”, ή
“καλό καιρό ο κώλος σας θα κάνει”, ακόμα να επινοήσει ένα επίγραμμα όπως:
Η καρδιά μου είναι πουτάνα
Εγώ της λέω Ναι
Αυτή μου λέει Όχι
Στο μικρών διαστάσεων πεζό του “Τα λέμε με τον Πατέρα και τη Μάνα”, διαφαίνεται η πικρή νοσταλγία των αθώων παιδικών χρόνων και συγχρόνως το τραύμα της προσφυγιάς που φώλιασε στις ψυχές όλων εμάς, τους πρόσφυγες δεύτερης γενιάς.
Έτσι, ραντίζοντας επί δέκα μέρες κάθε δέκα μέρες τα ζιζάνια της σκέψης και του πάθους που φυτρώνουν στις νευροϋποφύσεις των κρανίων μας, ξορκίζει την κακία, τον φθόνο, το μίσος, τον υλισμό, την αγραμματοσύνη, το υπέρμετρο. Όλα αυτά, ρέοντα σχεδιασμένα ή ανεξέλεγκτα από την αδιάφορη κοινωνική εξουσία, βρίσκουν εμπόδιο την απέραντη φύση και τον διάπλατο νου του Ηλία Τσέχου, την ενεργητικότητα, την χάρη, την συνεχή ροή πνευματικότητας και το χαμόγελο του.
Εν κατακλείδι οι φιλοσοφικές του ανησυχίες και ο τρόπος ζωής συναντώνται με τις πραγματείες και διδασκαλίες του Αριστοτέλη που πλανώνται στην γύρω από το Γιαννακοχώρι περιοχή.

* (φτιαγμένος από χώμα-χωμάτινος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: