Με την επανεμφάνιση, 59 χρόνια μετά, της λέξης «αποστασία/αποστάτες», με αφορμή την «αλλαγή του χάρτη της Βουλής» εξ αποχωρήσεων, έκανα μια αναζήτηση της λέξης/έννοιας. Τη βρήκα πολύ παλαιότερη από όσο φανταζόμουν και περίπου με ίδια, διαχρονική, σημασία, ελαύνουσα κυρίως από το ρήμα αποστατέω-ώ.
Ο Απόλλωνας διαβεβαιώνει τον Ορέστη στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου: «…διά τέλους δε σοι φύλαξ εγγύς παρεστώς και πρόσω δ’ αποστατών», «μέχρι τέλους θα είμαι φρουρός σου είτε είμαι κοντά είτε από μεγάλη απόσταση». Προφύλασσε ο θεός τον Ορέστη από τις τιμωρούς θεότητες Ευμενίδες/Ερινύες, μετά τη συνέργεια στη δολοφονία της μητέρας του, Κλυταιμνήστρας.
Ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα Τύραννο»: «…μορφής σης ουκ αποστατεί πολύ», «δεν διαφέρει πολύ από τη μορφή σου» (σου μοιάζει). Τη λέξη «αποστασίαν» εντόπισα λεξικογραφικά –αν και δεν τη διασταύρωσα– στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, στίχος 313. Ο ποιητής Αντίπατρος, στο μεταίχμιο των δύο χρονολογιών π.Χ. και μ.Χ. (που μπορεί να είναι και δύο, ίσως και τρεις με το αυτό όνομα, γνωστότερος ο Θεσσαλονικεύς): «… αποστατών σης φρενός», «… δεν συμφωνεί με το φρόνημά σου». Αποστάτης, στα λεξικά της αρχαίας είναι, ο αφιστάμενος (απομακρυνόμενος), ο εγκαταλείπων τινά.
Μεταγενέστερα, επί θρησκείας χριστιανικής, αποστάτης ήταν ο την θρησκείαν αρνούμενος, ο εξωμότης (αρνησίθρησκος, αυτός που πάτησε όρκο). Το εντυπωσιακό είναι ότι –τώρα που λόγος γίνεται για θηλυκές καταλήξεις· προσωπικά, μου τη δίνει, γιατί μου θυμίζει φαλτσέτα, το… βουλεύτρια!– υπάρχει από τον 8ο–9ο αιώνα και θηλυκό: αποστάτρια, σε κείμενο του μαχητικού εικονολάτρη, λόγιου μοναχού (αγίου της Εκκλησίας μετέπειτα) Θεόδωρου Στουδίτη. Γνωστά, άλλωστε, τα επίθετα «Παραβάτης» και «Αποστάτης» με τα οποία «κόσμησε» η Εκκλησία τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, αλλά και –δεν τα ήξερα– «Ειδωλιανός» (από τα είδωλα), «Αδωναίος» (από το Αδωνις), «Καυσίταυρος» και «Πισαίος», δεν βρήκα ετυμολογία.
Είναι κάποιες λέξεις, να πάρει η ευχή, που έχουν βρικολακιάσει και επανέρχονται σαν… Ερινύες/Ευμενίδες…
Πέτρος Μανταίος
Πηγή: efsyn.gr
Ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα Τύραννο»: «…μορφής σης ουκ αποστατεί πολύ», «δεν διαφέρει πολύ από τη μορφή σου» (σου μοιάζει). Τη λέξη «αποστασίαν» εντόπισα λεξικογραφικά –αν και δεν τη διασταύρωσα– στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, στίχος 313. Ο ποιητής Αντίπατρος, στο μεταίχμιο των δύο χρονολογιών π.Χ. και μ.Χ. (που μπορεί να είναι και δύο, ίσως και τρεις με το αυτό όνομα, γνωστότερος ο Θεσσαλονικεύς): «… αποστατών σης φρενός», «… δεν συμφωνεί με το φρόνημά σου». Αποστάτης, στα λεξικά της αρχαίας είναι, ο αφιστάμενος (απομακρυνόμενος), ο εγκαταλείπων τινά.
Μεταγενέστερα, επί θρησκείας χριστιανικής, αποστάτης ήταν ο την θρησκείαν αρνούμενος, ο εξωμότης (αρνησίθρησκος, αυτός που πάτησε όρκο). Το εντυπωσιακό είναι ότι –τώρα που λόγος γίνεται για θηλυκές καταλήξεις· προσωπικά, μου τη δίνει, γιατί μου θυμίζει φαλτσέτα, το… βουλεύτρια!– υπάρχει από τον 8ο–9ο αιώνα και θηλυκό: αποστάτρια, σε κείμενο του μαχητικού εικονολάτρη, λόγιου μοναχού (αγίου της Εκκλησίας μετέπειτα) Θεόδωρου Στουδίτη. Γνωστά, άλλωστε, τα επίθετα «Παραβάτης» και «Αποστάτης» με τα οποία «κόσμησε» η Εκκλησία τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, αλλά και –δεν τα ήξερα– «Ειδωλιανός» (από τα είδωλα), «Αδωναίος» (από το Αδωνις), «Καυσίταυρος» και «Πισαίος», δεν βρήκα ετυμολογία.
Είναι κάποιες λέξεις, να πάρει η ευχή, που έχουν βρικολακιάσει και επανέρχονται σαν… Ερινύες/Ευμενίδες…
Πέτρος Μανταίος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου