Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου

Τα τραγούδια είναι όλων, αλλά όχι όλα τα τραγούδια. Τα χρόνια περνούν, η ιστορία ξεθωριάζει, και ένα τραγούδι-σύμβολο μπορεί να τραγουδιέται και να χορεύεται παντού, ακόμα και σε «πριγκιπικούς γάμους». Τους ευχόμαστε από καρδιάς να ζήσουν και να ευτυχήσουν. Ομως, όσοι θυμούνται, όσοι γνωρίζουν, είναι αδύνατον να μη χαμογελάσουν πικρά. Η «Δραπετσώνα», βλέπετε, δεν είναι μόνο ένα τραγούδι. Είναι ένα τραγούδι-σύμβολο που ο λαός σέβεται. Θυμάμαι ότι όταν στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης ανέχειας παιζόταν στα μαγαζιά, νέοι και μεγαλύτεροι τραγουδούσαν όρθιοι αυτό το αδικαίωτο «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» σαν σύνθημα απέναντι στην εξουσία, στη μοίρα, στον Θεό. Είναι λογικό, τώρα, βλέποντας να το χορεύουν έτσι, να θλίβονται, να οργίζονται, να πικραίνονται. Ας χόρευαν το «Bamboleiro», θα το χόρευαν σωστά.
Ο Τάσος Λειβαδίτης έγραψε τους στίχους της «Δραπετσώνας» με αφορμή τη «Μάχη της παράγκας». Το 1960 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποφάσισε να «τιμωρήσει» τους φτωχούς ανθρώπους της λαϊκής συνοικίας γιατί ήταν με το μέρος των κομμουνιστών. Στα μ’ αίμα χτισμένα φτωχόσπιτα και στις παράγκες όπου «κάθε πέτρα και καημός», ζούσαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, κομμουνιστές της επαρχίας, κυνηγημένοι από τα τάγματα ασφαλείας και από τον κρατικό μηχανισμό, «φτωχοδιάβολοι» του λιμανιού, εργάτες στα λιπάσματα του Κανελλόπουλου και μικροπωλητές. Μια κοινωνική τάξη ανθρώπων που διόλου δεν ήταν αρεστή σαν εικόνα στους αστούς των Αθηνών.
Το 1962 με κυβερνητική εντολή κατεδαφίστηκαν και άρχισαν να χτίζονται τετραώροφες πολυκατοικίες. Η χούντα έπειτα ισοπέδωσε τελείως την περιοχή.
Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται: «Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες από τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Ο αδερφός μου μού πρότεινε να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα. Μια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την Κολούμπια για φωνοληψία τού "Μάνα μου και Παναγιά", μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη "Δραπετσώνα". Σταμάτησα κι έγραψα τη μελωδία. Το ίδιο βράδυ, τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα από το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Ετσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ έναν δίσκο 45 στροφών». Εκτοτε, και μέχρι σήμερα, το τραγούδι αυτό έγινε ο ύμνος των ανθρώπων που πάλευαν και παλεύουν για μια θέση κάτω από τον ήλιο.
Αυτό που προκάλεσε την αντίδραση του λαού, αυτό που δεν μας επέτρεψε να γελάσουμε με αυτή την παρωδία-χορό που είδαμε, δεν είναι πως οι άνθρωποι στον συγκεκριμένο γάμο δεν ήξεραν την ιστορία του τραγουδιού, δεν είναι καν το ότι δεν ήξεραν να το χορεύουν, είναι ότι στην καρδιά των Αθηνών, μια πρώην βασιλική οικογένεια με περίσσιο θράσος τολμά να αγγίζει τα «ιερά και τα όσια» της τέχνης ενός λαού που υπέφερε μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Και ναι, αυτή είναι μια εικόνα που μας έδειξε ολοζώντανα, παρά τα αμέτρητα σάιτ που τα τελευταία χρόνια έχουν βαλθεί να μας αποδείξουν το αντίθετο, πως αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν και δεν θα γίνουν ποτέ ένα μ' αυτή τη χώρα. Το «Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου, εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» θα είναι πάντα ο πιο επαναστατικός στίχος απέναντι στα προνόμια «γαλαζοαίματων» και άλλων οικονομικά δυνατών, τα οποία αποκτήθηκαν από το αίμα ενός λαού.


Κυριακή Μπεϊόγλου
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: