Πώς οι αντιπαιδαγωγικές πολιτικές επιδεινώνουν την εκπαιδευτική εξουθένωση;
Τον 21ο αιώνα όταν ορισμένοι καθηγητές ή μαθητές ενός σχολείου εμφανίζουν τα τυπικά συμπτώματα της πλήρους εξάντλησης λόγω υπερβολικού άγχους για τον φόρτο εργασίας και της έντονης δυσφορίας για τις εξουθενωτικές σχολικές πρακτικές, τότε η διάγνωση των ειδικών είναι ότι πρόκειται για το σύνδρομο του «εκπαιδευτικού Burnout». Μια ιδιαίτερη παθολογική κατάσταση πλήρους ψυχοσωματικής εξουθένωσης, που οφείλεται στην εσωτερίκευση των κοινωνικών-παιδαγωγικών παθολογιών από όσους ή όσες συμμετέχουν ενεργά σε μια υπερβολικά απαιτητική και ψυχοφθόρο σχολική ζωή. Αραγε, πώς αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα αυτό το σύνδρομο; Τι συνέπειες έχει η αύξηση διεθνώς του «εκπαιδευτικού Burnout» και πότε η «από καθέδρας διδασκαλία» και οι υπερβολικά υψηλές εκπαιδευτικές απαιτήσεις μπορούν να γίνουν εξουθενωτικές και ψυχοφθόρες;
Ηταν το 2019, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναγνώρισε, πρώτη φορά επίσημα, ως μια ιατρικά παθολογική κατάσταση το «σύνδρομο Burnout», δηλαδή το σύνδρομο της εργασιακής ή επαγγελματικής εξουθένωσης, το οποίο και ενέταξε στον Διεθνή Κατάλογο των Νοσημάτων (ICD). Εκτοτε, το σύνδρομο Burnout περιγράφεται ως η κατάσταση της πλήρους εξάντλησης των ψυχοσωματικών αποθεμάτων και νοητικών δυνάμεων ενός ανθρώπου, λόγω της παρατεταμένης εξουθενωτικής εργασίας και του υψηλού ψυχοσωματικού στρες που γεννούν οι απάνθρωποι ρυθμοί εργασίας.
Στο προηγούμενο άρθρο (βλ. «Μηχανές του Νου» 7.9.24), είδαμε ποια είναι τα τυπικά συμπτώματα που επιτρέπουν την αναγνώριση αυτής της «νέας» παθολογικής κατάστασης, η οποία, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, εκδηλώνεται:
1) Με συναισθήματα έντονης υπερκόπωσης, διαρκούς εξάντλησης και έλλειψης ψυχοσωματικής ενέργειας κατά την εργασία.
2) Με αυξημένη αποστασιοποίηση και έντονα αισθήματα δυσφορίας για ό,τι σχετίζεται με την εργασία. Τα οποία, από κοινού οδηγούν:
3) Στην ανεπαρκή ή μειωμένη επαγγελματική απόδοση όσων ατόμων εμφανίζουν αυτό το σύνδρομο.
Ωστόσο, το σύνδρομο Burnout δεν πλήττει μόνο τους ενήλικες που εργάζονται, επί σειρά ετών, σε συνθήκες αφόρητης εργασιακής πίεσης, αλλά και τους μαθητές και τους καθηγητές τους, οι οποίοι, κάθε νέα σχολική χρονιά, οφείλουν να ακολουθούν, ασθμαίνοντες, τα όλο και πιο απαιτητικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για ένα σύνδρομο έντονης δυσφορίας λόγω εκπαιδευτικής εξουθένωσης, η οποία επιτείνεται από τις αντίξοες σχολικές συνθήκες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι νέες υποχρεωτικές συγχωνεύσεις τμημάτων και άρα η αύξηση των μαθητών ανά τάξη στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Ελλάδας. Ενα εργασιακά ανορθολογικό και παιδαγωγικά καταστροφικό μέτρο, που επιβλήθηκε φέτος από το υπουργείο Παιδείας μολονότι δημιουργεί εντελώς ακατάλληλες εκπαιδευτικές συνθήκες στις περισσότερες σχολικές μονάδες της χώρας.
Για να συλλάβουμε, όμως, το μέγεθος της παιδαγωγικής καταστροφής και το υψηλό κοινωνικό κόστος από τέτοιες πολιτικές εσκεμμένης υποβάθμισης και απαξίωσης του θεσμού της δημόσιας Παιδείας, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις πιο πρόσφατες επιστημονικές κατακτήσεις σχετικά με τα αυξημένα φαινόμενα εκπαιδευτικής και μαθησιακής εξουθένωσης, που καταγράφονται (διεθνώς) σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα.
Από το διδακτικό στο μαθησιακό Burnout
Πράγματι, η διαρκώς διογκούμενη εκπαιδευτική εξουθένωση, τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών, τεκμηριώνεται από τις καταγγελίες των αρμόδιων εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών φορέων, αλλά και από πλήθος σχετικών ερευνών που δημοσιεύονται σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, στις οποίες τεκμηριώνεται επαρκώς η διαρκώς αυξανόμενη επαγγελματική δυσφορία όσων εργάζονται στον εκπαιδευτικό τομέα.
Τα αίτια της εκπαιδευτικής εξουθένωσης είναι πολλά και περίπλοκα, αφού στις εκδηλώσεις της εμπλέκονται ετερογενείς ατομικοί-υποκειμενικοί και κοινωνικοί-διυποκειμενικοί παράγοντες: από τα ατομικά ψυχοσωματικά γνωρίσματα και τις παθήσεις, μέχρι τους αντικειμενικούς ιστορικούς παράγοντες, όπως π.χ. η υπερβολική γραφειοκρατία, και την εργασιακή-οικονομική απαξίωση των εκπαιδευτικών.
Εν τούτοις, θα πρέπει να διευκρινίσουμε, εξ αρχής, ότι δεν πρέπει να συγχέουμε το σύνδρομο εργασιακής εξουθένωσης με το σύνηθες εργασιακό άγχος και την κόπωση. Τα συνήθη αισθήματα άγχους ή/και κόπωσης δεν προκαλούνται από μια σαφή αιτία, αλλά σχετίζονται μάλλον αόριστα με την καθημερινή ανάγκη διεκπεραίωσης -σε προκαθορισμένα και στενά χρονικά όρια- των πιο διαφορετικών υποχρεώσεων (εργασιακών, οικογενειακών, προσωπικών). Αντίθετα, το σύνδρομο Burnout σχετίζεται αποκλειστικά με το είδος και τις συνθήκες εργασίας, τα οποία, σε αυτή την περίπτωση, δημιουργούν ακραίες και παρατεταμένες ψυχοσωματικές πιέσεις: κάποιοι νιώθουν διαρκώς εξαντλημένοι σωματικά, χωρίς καθόλου εργασιακά κίνητρα ή προσδοκίες, εντελώς ακατάλληλοι και αβοήθητοι στο εργασιακό τους περιβάλλον.
Επομένως, τα ακραία συναισθήματα άγχους, κατάθλιψης, οργής και απελπισίας που βιώνουν όσοι υποφέρουν από Burnout, αφορούν αποκλειστικά το πεδίο της εργασίας. Και δημιουργούν, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, έντονα σωματικά συμπτώματα: χρόνιους πονοκεφάλους, διαταραχές στον κύκλο ύπνου-εγρήγορσης, σοβαρά στομαχικά και γαστρεντερικά προβλήματα. Κάτι που δεν ισχύει για άλλες, πιο ήπιες και πιο εύκολα διαγνώσιμες ψυχοσωματικές διαταραχές!
Πώς εκδηλώνονται όλα αυτά στο εκπαιδευτικό Burnout; Αυτή η μορφή εργασιακής εξουθένωσης αφορά τόσο τους δασκάλους-καθηγητές όσο και τους μαθητές, οι οποίοι υποχρεώνονται να εργάζονται, καθημερινά, με απάνθρωπους εκπαιδευτικούς ρυθμούς και, ενίοτε, σε πολύ αντίξοες σχολικές και παιδαγωγικές συνθήκες. Τα αίτια της επαγγελματικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών σχετίζονται με το ότι οι καθηγητές δεν έχουν σχεδόν κανέναν έλεγχο στους ρυθμούς υλοποίησης ή στις αλλαγές των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που, κάθε χρόνο, καλούνται να διδάξουν.
Αυτή η εργασιακή υποτίμηση του διδακτικού ρόλου και της βαρύτητας των απόψεων των εκπαιδευτικών (δασκάλων και καθηγητών) συνοδεύεται από την πρωτοφανή κοινωνική και οικονομική υποτίμηση της, κατά τα άλλα, αναγκαίας και κοινωφελούς εργασίας τους. Αυτή η κοινωνική απαξίωση του έργου των εκπαιδευτικών δεν εκφράζεται μόνο στις ανεπαρκέστατες πια οικονομικές απολαβές τους ή στην απουσία σοβαρών προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά και στην, όλο και συχνότερη, αμφισβήτηση του παιδαγωγικού τους ρόλου, δηλαδή την ελλιπή αναγνώριση της επαγγελματικής τους αυθεντίας, είτε από τους μαθητές είτε από τους γονείς τους είτε από αμφότερους.
Οσο για τους μαθητές, ειδικά για τις/τους εφήβους, η εκπαιδευτική τους εξουθένωση αποτυπώνεται στις ατέλειωτες ώρες μαθημάτων -στο σχολείο και στα φροντιστήρια- οι οποίες τους στερούν τον αναγκαίο χρόνο για χαλάρωση και κοινωνικοποίηση. Με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι έφηβοι να δυσανασχετούν (δικαίως!) με τα εξουθενωτικά εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία τους υποβάλλουν. Και δυστυχώς, από πολύ νωρίς, μαθαίνουν να αμφισβητούν τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα μιας ευρύτερης σχολικής παιδείας, δηλαδή μιας παιδείας που δεν είναι προσανατολισμένη και δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες των αγορών.
H νεοδημοκρατική εκπαιδευτική εξουθένωση
Ενα πρόσφατο και ιδιαίτερα προκλητικό παράδειγμα της νέας παιδαγωγικής βαρβαρότητας και της εκπαιδευτικής απαξίωσης του κοινωνικού ρόλου της δημόσιας Παιδείας, μας το προσφέρει η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλει, από φέτος, τη δημιουργία νέων σχολικών τμημάτων με 28, 29 ή και 30 μαθητές σε κάθε τάξη, ενώ μέχρι τώρα το ανώτατο επιτρεπτό όριο ήταν οι 27 μαθητές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών εκπαιδευτικών ομοσπονδιών (ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΠΟΣΕΕΠΕΑ), καθώς και της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Ελλάδας, εκατοντάδες τμήματα συγχωνεύονται ή καταργούνται, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας, με τεράστιες συνέπειες τόσο στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών/τριών όσο και στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Πράγματι, οι μαζικές συγχωνεύσεις μονάδων με βάση την αναλογία 1 εκπαιδευτικός ανά 28-29 μαθητές σε κάθε τάξη, που ήδη υλοποιούνται με εντολή του υπουργείου Παιδείας, θα οδηγήσουν στην κατάργηση τουλάχιστον 1.000 τμημάτων, αριθμού που, σύμφωνα με εκπαιδευτικούς φορείς, αντιστοιχεί σε πάνω από 100 σχολεία!
Αυτή η στρατηγική των «υποχρεωτικών» συγχωνεύσεων των τμημάτων στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μια απολύτως συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία, ως εσκεμμένη προσπάθεια υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης, αποβλέπει στην καταστροφή των βασικών εκπαιδευτικών δομών που, μέχρι σήμερα, προάγουν τη δημόσια Παιδεία στον τόπο μας.
Ενα ακόμη εκπαιδευτικό έγκλημα, που υποτίθεται ότι γίνεται για λόγους οικονομίας εις βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης. Με το φαιδρό, για τον 21ο αιώνα, επιχείρημα ότι έτσι θα περικοπούν οι αναγκαίες προσλήψεις αναπληρωτών δασκάλων και καθηγητών, οι οποίες θα έπρεπε να γίνουν αν τα σχολικά τμήματα ήταν πιο περιορισμένα, όπως επιβάλλουν οι σύγχρονοι παιδαγωγικοί κανόνες που ισχύουν στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε..
Πρόκειται, προφανώς, για ένα ξεδιάντροπα προκλητικό πρόγραμμα εκπαιδευτικής εξουθένωσης τόσο των Ελλήνων εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών. Και είναι προκλητικό επειδή δεν προβλέπει τι θα γίνει σε αυτά τα υπεράριθμα τμήματα με τους μαθητές που έχουν σοβαρά μαθησιακά προβλήματα, πώς θα μπορέσει να τους βοηθήσει ο δάσκαλος ή ο καθηγητής. Θα υπάρχουν την ίδια ώρα στην ίδια αίθουσα εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης; Κι αν όχι, πώς θα μπορέσει να ελέγξει αυτή την κατάσταση ο δάσκαλος του τμήματος και σε ποια παιδιά θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του; Σε αυτά, και σε πολλά άλλα εύλογα ερωτήματα, το υπουργείο σφυρίζει αδιάφορα και αντιμετωπίζει με κατασταλτικά μέτρα και απειλές το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας που διαμαρτύρεται και αγωνιά για το μέλλον των δημόσιων σχολείων.
Τελικά, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι πολύ απαιτητικό και ψυχοφθόρο. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η πίεση στο διδακτικό προσωπικό και στους μαθητές αυξάνεται εντελώς αυθαίρετα και ανορθολογικά, από χρόνο σε χρόνο, δημιουργώντας ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Αν, μάλιστα, στην τρέχουσα εκπαιδευτική εξουθένωση προστεθούν και οι άλλοι παράγοντες που αναφέραμε, όπως η οικονομική και η κοινωνική απαξίωση της κοινότητας των εκπαιδευτικών, τότε είναι βέβαιο ότι, στο άμεσο μέλλον, μπορεί μόνο να αυξηθεί και να επιδεινωθεί το σύνδρομο εκπαιδευτικής εξουθένωσης, που ήδη ταλαιπωρεί έναν μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών και μαθητών.
Σπύρος Μανουσέλης
Πηγή: efsyn.gr
Στο προηγούμενο άρθρο (βλ. «Μηχανές του Νου» 7.9.24), είδαμε ποια είναι τα τυπικά συμπτώματα που επιτρέπουν την αναγνώριση αυτής της «νέας» παθολογικής κατάστασης, η οποία, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, εκδηλώνεται:
1) Με συναισθήματα έντονης υπερκόπωσης, διαρκούς εξάντλησης και έλλειψης ψυχοσωματικής ενέργειας κατά την εργασία.
2) Με αυξημένη αποστασιοποίηση και έντονα αισθήματα δυσφορίας για ό,τι σχετίζεται με την εργασία. Τα οποία, από κοινού οδηγούν:
3) Στην ανεπαρκή ή μειωμένη επαγγελματική απόδοση όσων ατόμων εμφανίζουν αυτό το σύνδρομο.
Ωστόσο, το σύνδρομο Burnout δεν πλήττει μόνο τους ενήλικες που εργάζονται, επί σειρά ετών, σε συνθήκες αφόρητης εργασιακής πίεσης, αλλά και τους μαθητές και τους καθηγητές τους, οι οποίοι, κάθε νέα σχολική χρονιά, οφείλουν να ακολουθούν, ασθμαίνοντες, τα όλο και πιο απαιτητικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για ένα σύνδρομο έντονης δυσφορίας λόγω εκπαιδευτικής εξουθένωσης, η οποία επιτείνεται από τις αντίξοες σχολικές συνθήκες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι νέες υποχρεωτικές συγχωνεύσεις τμημάτων και άρα η αύξηση των μαθητών ανά τάξη στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Ελλάδας. Ενα εργασιακά ανορθολογικό και παιδαγωγικά καταστροφικό μέτρο, που επιβλήθηκε φέτος από το υπουργείο Παιδείας μολονότι δημιουργεί εντελώς ακατάλληλες εκπαιδευτικές συνθήκες στις περισσότερες σχολικές μονάδες της χώρας.
Για να συλλάβουμε, όμως, το μέγεθος της παιδαγωγικής καταστροφής και το υψηλό κοινωνικό κόστος από τέτοιες πολιτικές εσκεμμένης υποβάθμισης και απαξίωσης του θεσμού της δημόσιας Παιδείας, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις πιο πρόσφατες επιστημονικές κατακτήσεις σχετικά με τα αυξημένα φαινόμενα εκπαιδευτικής και μαθησιακής εξουθένωσης, που καταγράφονται (διεθνώς) σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα.
Από το διδακτικό στο μαθησιακό Burnout
Πράγματι, η διαρκώς διογκούμενη εκπαιδευτική εξουθένωση, τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών, τεκμηριώνεται από τις καταγγελίες των αρμόδιων εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών φορέων, αλλά και από πλήθος σχετικών ερευνών που δημοσιεύονται σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, στις οποίες τεκμηριώνεται επαρκώς η διαρκώς αυξανόμενη επαγγελματική δυσφορία όσων εργάζονται στον εκπαιδευτικό τομέα.
Τα αίτια της εκπαιδευτικής εξουθένωσης είναι πολλά και περίπλοκα, αφού στις εκδηλώσεις της εμπλέκονται ετερογενείς ατομικοί-υποκειμενικοί και κοινωνικοί-διυποκειμενικοί παράγοντες: από τα ατομικά ψυχοσωματικά γνωρίσματα και τις παθήσεις, μέχρι τους αντικειμενικούς ιστορικούς παράγοντες, όπως π.χ. η υπερβολική γραφειοκρατία, και την εργασιακή-οικονομική απαξίωση των εκπαιδευτικών.
Εν τούτοις, θα πρέπει να διευκρινίσουμε, εξ αρχής, ότι δεν πρέπει να συγχέουμε το σύνδρομο εργασιακής εξουθένωσης με το σύνηθες εργασιακό άγχος και την κόπωση. Τα συνήθη αισθήματα άγχους ή/και κόπωσης δεν προκαλούνται από μια σαφή αιτία, αλλά σχετίζονται μάλλον αόριστα με την καθημερινή ανάγκη διεκπεραίωσης -σε προκαθορισμένα και στενά χρονικά όρια- των πιο διαφορετικών υποχρεώσεων (εργασιακών, οικογενειακών, προσωπικών). Αντίθετα, το σύνδρομο Burnout σχετίζεται αποκλειστικά με το είδος και τις συνθήκες εργασίας, τα οποία, σε αυτή την περίπτωση, δημιουργούν ακραίες και παρατεταμένες ψυχοσωματικές πιέσεις: κάποιοι νιώθουν διαρκώς εξαντλημένοι σωματικά, χωρίς καθόλου εργασιακά κίνητρα ή προσδοκίες, εντελώς ακατάλληλοι και αβοήθητοι στο εργασιακό τους περιβάλλον.
Επομένως, τα ακραία συναισθήματα άγχους, κατάθλιψης, οργής και απελπισίας που βιώνουν όσοι υποφέρουν από Burnout, αφορούν αποκλειστικά το πεδίο της εργασίας. Και δημιουργούν, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, έντονα σωματικά συμπτώματα: χρόνιους πονοκεφάλους, διαταραχές στον κύκλο ύπνου-εγρήγορσης, σοβαρά στομαχικά και γαστρεντερικά προβλήματα. Κάτι που δεν ισχύει για άλλες, πιο ήπιες και πιο εύκολα διαγνώσιμες ψυχοσωματικές διαταραχές!
Πώς εκδηλώνονται όλα αυτά στο εκπαιδευτικό Burnout; Αυτή η μορφή εργασιακής εξουθένωσης αφορά τόσο τους δασκάλους-καθηγητές όσο και τους μαθητές, οι οποίοι υποχρεώνονται να εργάζονται, καθημερινά, με απάνθρωπους εκπαιδευτικούς ρυθμούς και, ενίοτε, σε πολύ αντίξοες σχολικές και παιδαγωγικές συνθήκες. Τα αίτια της επαγγελματικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών σχετίζονται με το ότι οι καθηγητές δεν έχουν σχεδόν κανέναν έλεγχο στους ρυθμούς υλοποίησης ή στις αλλαγές των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που, κάθε χρόνο, καλούνται να διδάξουν.
Αυτή η εργασιακή υποτίμηση του διδακτικού ρόλου και της βαρύτητας των απόψεων των εκπαιδευτικών (δασκάλων και καθηγητών) συνοδεύεται από την πρωτοφανή κοινωνική και οικονομική υποτίμηση της, κατά τα άλλα, αναγκαίας και κοινωφελούς εργασίας τους. Αυτή η κοινωνική απαξίωση του έργου των εκπαιδευτικών δεν εκφράζεται μόνο στις ανεπαρκέστατες πια οικονομικές απολαβές τους ή στην απουσία σοβαρών προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά και στην, όλο και συχνότερη, αμφισβήτηση του παιδαγωγικού τους ρόλου, δηλαδή την ελλιπή αναγνώριση της επαγγελματικής τους αυθεντίας, είτε από τους μαθητές είτε από τους γονείς τους είτε από αμφότερους.
Οσο για τους μαθητές, ειδικά για τις/τους εφήβους, η εκπαιδευτική τους εξουθένωση αποτυπώνεται στις ατέλειωτες ώρες μαθημάτων -στο σχολείο και στα φροντιστήρια- οι οποίες τους στερούν τον αναγκαίο χρόνο για χαλάρωση και κοινωνικοποίηση. Με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι έφηβοι να δυσανασχετούν (δικαίως!) με τα εξουθενωτικά εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία τους υποβάλλουν. Και δυστυχώς, από πολύ νωρίς, μαθαίνουν να αμφισβητούν τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα μιας ευρύτερης σχολικής παιδείας, δηλαδή μιας παιδείας που δεν είναι προσανατολισμένη και δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες των αγορών.
H νεοδημοκρατική εκπαιδευτική εξουθένωση
Ενα πρόσφατο και ιδιαίτερα προκλητικό παράδειγμα της νέας παιδαγωγικής βαρβαρότητας και της εκπαιδευτικής απαξίωσης του κοινωνικού ρόλου της δημόσιας Παιδείας, μας το προσφέρει η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλει, από φέτος, τη δημιουργία νέων σχολικών τμημάτων με 28, 29 ή και 30 μαθητές σε κάθε τάξη, ενώ μέχρι τώρα το ανώτατο επιτρεπτό όριο ήταν οι 27 μαθητές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών εκπαιδευτικών ομοσπονδιών (ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΠΟΣΕΕΠΕΑ), καθώς και της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Ελλάδας, εκατοντάδες τμήματα συγχωνεύονται ή καταργούνται, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας, με τεράστιες συνέπειες τόσο στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών/τριών όσο και στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Πράγματι, οι μαζικές συγχωνεύσεις μονάδων με βάση την αναλογία 1 εκπαιδευτικός ανά 28-29 μαθητές σε κάθε τάξη, που ήδη υλοποιούνται με εντολή του υπουργείου Παιδείας, θα οδηγήσουν στην κατάργηση τουλάχιστον 1.000 τμημάτων, αριθμού που, σύμφωνα με εκπαιδευτικούς φορείς, αντιστοιχεί σε πάνω από 100 σχολεία!
Αυτή η στρατηγική των «υποχρεωτικών» συγχωνεύσεων των τμημάτων στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μια απολύτως συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία, ως εσκεμμένη προσπάθεια υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης, αποβλέπει στην καταστροφή των βασικών εκπαιδευτικών δομών που, μέχρι σήμερα, προάγουν τη δημόσια Παιδεία στον τόπο μας.
Ενα ακόμη εκπαιδευτικό έγκλημα, που υποτίθεται ότι γίνεται για λόγους οικονομίας εις βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης. Με το φαιδρό, για τον 21ο αιώνα, επιχείρημα ότι έτσι θα περικοπούν οι αναγκαίες προσλήψεις αναπληρωτών δασκάλων και καθηγητών, οι οποίες θα έπρεπε να γίνουν αν τα σχολικά τμήματα ήταν πιο περιορισμένα, όπως επιβάλλουν οι σύγχρονοι παιδαγωγικοί κανόνες που ισχύουν στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε..
Πρόκειται, προφανώς, για ένα ξεδιάντροπα προκλητικό πρόγραμμα εκπαιδευτικής εξουθένωσης τόσο των Ελλήνων εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών. Και είναι προκλητικό επειδή δεν προβλέπει τι θα γίνει σε αυτά τα υπεράριθμα τμήματα με τους μαθητές που έχουν σοβαρά μαθησιακά προβλήματα, πώς θα μπορέσει να τους βοηθήσει ο δάσκαλος ή ο καθηγητής. Θα υπάρχουν την ίδια ώρα στην ίδια αίθουσα εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης; Κι αν όχι, πώς θα μπορέσει να ελέγξει αυτή την κατάσταση ο δάσκαλος του τμήματος και σε ποια παιδιά θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του; Σε αυτά, και σε πολλά άλλα εύλογα ερωτήματα, το υπουργείο σφυρίζει αδιάφορα και αντιμετωπίζει με κατασταλτικά μέτρα και απειλές το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας που διαμαρτύρεται και αγωνιά για το μέλλον των δημόσιων σχολείων.
Τελικά, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι πολύ απαιτητικό και ψυχοφθόρο. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η πίεση στο διδακτικό προσωπικό και στους μαθητές αυξάνεται εντελώς αυθαίρετα και ανορθολογικά, από χρόνο σε χρόνο, δημιουργώντας ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Αν, μάλιστα, στην τρέχουσα εκπαιδευτική εξουθένωση προστεθούν και οι άλλοι παράγοντες που αναφέραμε, όπως η οικονομική και η κοινωνική απαξίωση της κοινότητας των εκπαιδευτικών, τότε είναι βέβαιο ότι, στο άμεσο μέλλον, μπορεί μόνο να αυξηθεί και να επιδεινωθεί το σύνδρομο εκπαιδευτικής εξουθένωσης, που ήδη ταλαιπωρεί έναν μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών και μαθητών.
Σπύρος Μανουσέλης
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου