Δικαίωση των «μακεδονομάχων» και οπισθοδρόμηση στις δημοκρατικές ελευθερίες συνιστά η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κοζάνης με την οποία ακυρώθηκε η δικαστική αναγνώριση του σωματείου Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα. ● Το δικαστήριο βάσισε το σκεπτικό του στις θεωρίες ιστορικού στελέχους της εγχώριας Ακροδεξιάς.
Ακόμη μια σοβαρή οπισθοδρόμηση στον τομέα των δημοκρατικών ελευθεριών σημειώθηκε στη χώρα μας πριν από λίγες μέρες. Ο λόγος για την απόφαση 82/2024 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία ακυρώθηκε η δικαστική αναγνώριση του σωματείου Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα (ΚΜΓ), δικαιώνοντας όσους «μακεδονομάχους» ζητούσαν την απαγόρευσή του. Με σκεπτικό, μάλιστα, αντλημένο από τις θεωρίες ενός ιστορικού στελέχους της εγχώριας Ακροδεξιάς, που το δικαστήριο αναγόρευσε σε «πασίγνωστα γεγονότα»!
Ο εύθραυστος εκδημοκρατισμός
Η υπόθεση είναι γνωστή στους αναγνώστες μας από παλιότερα δημοσιεύματα της «Εφ.Συν.» («Μόνον την ελληνικήν» [4/3/2023] και «Μια ιστορική απόφαση» [24/3/2023]). Στις 28 Ιουλίου 2022 το ειρηνοδικείο της Φλώρινας αναγνώρισε επίσημα το παραπάνω σωματείο που είχαν ιδρύσει επτά Ελληνες πολίτες από τους νομούς Φλώρινας, Πέλλας, Ημαθίας και Κοζάνης με καταστατικό σκοπό τη «διατήρηση και καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και την «υποστήριξη της εισαγωγής της ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα». Ακολούθησε καταιγισμός από δικαστικές προσφυγές εθνικοφρόνων σωματείων κατά της αναγνώρισης, ανακοπή της Εισαγγελίας Φλώρινας και μια ιστορική από κάθε άποψη δικαστική απόφαση: Στις 16 Μαρτίου 2023, το Πρωτοδικείο Φλώρινας έκρινε καθ’ όλα νόμιμη την ίδρυση του Κέντρου, υπενθυμίζοντας πως η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι προστατεύει και «“μη αρεστές” στην πλειονότητα ιδέες και απόψεις».
Ενάμιση χρόνο (και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις) μετά, η ελληνική Δικαιοσύνη έρχεται να «διορθώσει» αυτή την τομή, που εναρμόνισε προσωρινά την εγχώρια έννομη τάξη με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Σύμφωνα με την απόφαση που υπογράφει η εφέτης Σωτηρία Αρχάκη-Χριστοδουλίδου, η ύπαρξη του ΚΜΓ «θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους, τη δημόσια ασφάλεια, το εθνικό συμφέρον και τις ειρηνικές σχέσεις με τη γείτονα χώρα της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», επειδή (υποτίθεται ότι) «παραχαράσσει σκοπίμως την ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής της Μακεδονίας, αποσκοπώντας ευθέως στη θεμελίωση της ύπαρξης και ομιλίας της “μακεδονικής γλώσσας” στις γειτνιάζουσες και συνορεύουσες με το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας παραμεθόριων κυρίως περιοχών [sic], ο πληθυσμός των οποίων ομιλεί την ελληνική γλώσσα και είναι αμιγώς ελληνικής εθνικής συνείδησης» (σ. 58-59).
Για προφανείς λόγους, η δικαστική απόφαση δεν ήταν βέβαια δυνατό ν’ αμφισβητήσει ευθέως την επίσημη αναγνώριση της γλώσσας της γειτονικής μας χώρας ως «μακεδονικής». Αναγκασμένη να σεβαστεί την πίτα των Πρεσπών, χόρτασε όμως τον σκύλο του εθνικισμού με ένα λογικό άλμα, ισχυριζόμενη πως «ουδέποτε στην ελληνική επικράτεια υπήρξε ως ομιλούμενη γλώσσα η “μακεδονική γλώσσα” (ήτοι η επίσημη γλώσσα του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας), ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση και καλλιέργεια αυτής».
Και οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες, που το ίδιο το ελληνικό κράτος αναγνώριζε σε παλιότερες απογραφές του -όταν έθετε το ερώτημα της μητρικής γλώσσας- ως ομιλούντες τη «μακεδονική» (1920), τη «μακεδονοσλαυϊκή» (1928) ή απλά τη «σλαβική» (1951); Η εφέτης δεν παραλείπει να δώσει τη δική της απάντηση, «σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές και δημοσιεύματα που αποτελούν γεγονότα πασίγνωστα στο δικαστήριο» (σ. 46). Δίχως να μπει πάντως στον κόπο να μνημονεύσει αυτές τις πηγές, σε αντίθεση με τις καθαρά δικονομικές κρίσεις της που τεκμηριώνονται αναλυτικά βάσει της νομολογίας. Παράλειψη μάλλον καθόλου τυχαία, όπως θα δούμε παρακάτω.
Μακεδονία όπως Αϊτή;
Σύμφωνα με την απόφαση, η μητρική γλώσσα των σλαβόφωνων Μακεδόνων δεν είναι ακριβώς γλώσσα, αλλά ένα φύσει κατώτερο υβρίδιο: «Κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, επί του χώρου της Μείζονος Μακεδονίας και, συγκεκριμένα, κατά το 18ο αιώνα, εμφανίστηκε ένα προφορικό ιδίωμα που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς λόγους» (σ. 47). Απόρροια της «γενικευμένης αγραμματοσύνης και απαιδευσίας» εκείνων των χρόνων, «προέκυψε αρχικά στη μακεδονική ύπαιθρο ως παραμεθόριο, προφορικό ιδίωμα και κατέληξε τελικά σε Κρεολή γλώσσα ανομοιογενών πληθυσμών. Αυτό το ιδίωμα δεν απέκτησε ποτέ γραφή και συνεπώς στερείται πεζογραφίας, ποίησης και γενικότερα λογοτεχνίας, ενώ αντίθετα υπάρχουν τραγούδια, η παραγωγή των οποίων σταμάτησε ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα, το ιδίωμα αυτό που ομιλείται σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας ξεπεράστηκε ιστορικά και έχασε τη χρησιμότητά του και έτσι ακολουθεί αναγκαίως την τύχη όλων των αντίστοιχων βοηθητικών γλωσσών, ήτοι τείνει προς εξαφάνιση κατά τις επόμενες μία με δύο γενιές» (σ. 47-48).
Ακροδεξιό κοπιράιτ
Οι φαιδρότητες αυτής της επιχειρηματολογίας είναι φυσικά εμφανείς («παραμεθόριο» λ.χ. ιδίωμα, πολύ προτού χαραχθούν κρατικά σύνορα στην περιοχή!). Αξίζει όμως να σταθούμε στον ιδεολογικά φορτισμένο (και πραγματολογικά ανακριβή) χαρακτηρισμό των σλαβικών διαλέκτων της Μακεδονίας -από τη φιλολογική καλλιέργεια των οποίων προέκυψε η λόγια μακεδονική- σαν «κρεολής» γλώσσας. Στη γλωσσολογία, «κρεολές» ονομάζονται οι γλώσσες που δημιουργήθηκαν στις ευρωπαϊκές αποικίες με ανάμιξη των γλωσσών αποικιοκρατών και υποτελών (π.χ. τα γαλλικά της Αϊτής).
Τον χαρακτηρισμό αυτό για τη μακεδονική και τις διαλέκτους της επινόησε (κι ίσαμε τώρα πρόβαλλε κατ’ αποκλειστικότητα) ένα επώνυμο στέλεχος της ελληνικής Ακροδεξιάς: ο Δημήτριος Ευαγγελίδης, στέλεχος της «4ης Αυγούστου» του Πλεύρη επί χούντας και του φασιστικού ΕΝΕΚ στη Μεταπολίτευση (Δημήτρης Ψαρράς – Γιάννης Μπασκάκης, «Η μακεδονική σαλάτα της Ν.Δ.», ένθετο της «Εφ.Συν.», 2019, σ. 42). Από δικό του πόνημα, που αναρτήθηκε προ δεκαετίας στον ιστότοπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων (ΠΟΠΣΜ), έχουν αντιγραφεί επί λέξει -σαν «πασίγνωστα γεγονότα»- τα παραπάνω αποσπάσματα!
Ο «εκκρεολισμός» της μακεδονικής έχει φυσικά ιδεολογικό πρόσημο: τη θεώρησή της σαν «υποδεέστερη» γλώσσα, ανάξια διατήρησης και προστασίας – θεώρηση που επιβεβαιώνει και το λεξιλόγιο της απόφασης: «βοηθητική» γλώσσα, προϊόν «αγραμματοσύνης» που «ξεπεράστηκε ιστορικά» κ.ο.κ. (Για την προϊστορία και τα συμφραζόμενα μιας τέτοιας ιεράρχησης, βλ. τις επισημάνσεις ενός επιφανούς γλωσσολόγου του ΜΙΤ: Michel Degraff, «Towards racial justice in linguistics: the case of the Creole studies»).
Περήφανη απάντηση
Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση του εφετείου αξιοποιήθηκε από τους εθνικιστές της Βόρειας Μακεδονίας σαν απόδειξη αντιδημοκρατικότητας της Ελλάδας. Ο πρωθυπουργός του VΜRΟ, Χρίστιαν Μίτσκοσκι, πρόσφερε μάλιστα δημόσια την «απόλυτη υποστήριξη» της κυβέρνησής του σε μελλοντική προσφυγή του ΚΜΓ στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Προσφορά που το Κέντρο έσπευσε να απορρίψει κατηγορηματικά, με επίσημη ανακοίνωσή του (2/9/2024): «Ευχαριστούμε, αλλά όχι! Δεν αποτελούμε πιόνια κανενός... Η βοήθεια που χρειαζόμαστε είναι αυτή των δημοκρατικών Ελλήνων πολιτών, της πραγματικής δικαιοσύνης, του πραγματικού ευρωπαϊκού συστήματος. Ποτέ δεν δεχτήκαμε βοήθεια από άλλες χώρες και δεν θα το πράξουμε ούτε και τώρα!».
Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Ο εύθραυστος εκδημοκρατισμός
Η υπόθεση είναι γνωστή στους αναγνώστες μας από παλιότερα δημοσιεύματα της «Εφ.Συν.» («Μόνον την ελληνικήν» [4/3/2023] και «Μια ιστορική απόφαση» [24/3/2023]). Στις 28 Ιουλίου 2022 το ειρηνοδικείο της Φλώρινας αναγνώρισε επίσημα το παραπάνω σωματείο που είχαν ιδρύσει επτά Ελληνες πολίτες από τους νομούς Φλώρινας, Πέλλας, Ημαθίας και Κοζάνης με καταστατικό σκοπό τη «διατήρηση και καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και την «υποστήριξη της εισαγωγής της ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα». Ακολούθησε καταιγισμός από δικαστικές προσφυγές εθνικοφρόνων σωματείων κατά της αναγνώρισης, ανακοπή της Εισαγγελίας Φλώρινας και μια ιστορική από κάθε άποψη δικαστική απόφαση: Στις 16 Μαρτίου 2023, το Πρωτοδικείο Φλώρινας έκρινε καθ’ όλα νόμιμη την ίδρυση του Κέντρου, υπενθυμίζοντας πως η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι προστατεύει και «“μη αρεστές” στην πλειονότητα ιδέες και απόψεις».
Ενάμιση χρόνο (και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις) μετά, η ελληνική Δικαιοσύνη έρχεται να «διορθώσει» αυτή την τομή, που εναρμόνισε προσωρινά την εγχώρια έννομη τάξη με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Σύμφωνα με την απόφαση που υπογράφει η εφέτης Σωτηρία Αρχάκη-Χριστοδουλίδου, η ύπαρξη του ΚΜΓ «θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους, τη δημόσια ασφάλεια, το εθνικό συμφέρον και τις ειρηνικές σχέσεις με τη γείτονα χώρα της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», επειδή (υποτίθεται ότι) «παραχαράσσει σκοπίμως την ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής της Μακεδονίας, αποσκοπώντας ευθέως στη θεμελίωση της ύπαρξης και ομιλίας της “μακεδονικής γλώσσας” στις γειτνιάζουσες και συνορεύουσες με το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας παραμεθόριων κυρίως περιοχών [sic], ο πληθυσμός των οποίων ομιλεί την ελληνική γλώσσα και είναι αμιγώς ελληνικής εθνικής συνείδησης» (σ. 58-59).
Για προφανείς λόγους, η δικαστική απόφαση δεν ήταν βέβαια δυνατό ν’ αμφισβητήσει ευθέως την επίσημη αναγνώριση της γλώσσας της γειτονικής μας χώρας ως «μακεδονικής». Αναγκασμένη να σεβαστεί την πίτα των Πρεσπών, χόρτασε όμως τον σκύλο του εθνικισμού με ένα λογικό άλμα, ισχυριζόμενη πως «ουδέποτε στην ελληνική επικράτεια υπήρξε ως ομιλούμενη γλώσσα η “μακεδονική γλώσσα” (ήτοι η επίσημη γλώσσα του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας), ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση και καλλιέργεια αυτής».
Και οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες, που το ίδιο το ελληνικό κράτος αναγνώριζε σε παλιότερες απογραφές του -όταν έθετε το ερώτημα της μητρικής γλώσσας- ως ομιλούντες τη «μακεδονική» (1920), τη «μακεδονοσλαυϊκή» (1928) ή απλά τη «σλαβική» (1951); Η εφέτης δεν παραλείπει να δώσει τη δική της απάντηση, «σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές και δημοσιεύματα που αποτελούν γεγονότα πασίγνωστα στο δικαστήριο» (σ. 46). Δίχως να μπει πάντως στον κόπο να μνημονεύσει αυτές τις πηγές, σε αντίθεση με τις καθαρά δικονομικές κρίσεις της που τεκμηριώνονται αναλυτικά βάσει της νομολογίας. Παράλειψη μάλλον καθόλου τυχαία, όπως θα δούμε παρακάτω.
Μακεδονία όπως Αϊτή;
Σύμφωνα με την απόφαση, η μητρική γλώσσα των σλαβόφωνων Μακεδόνων δεν είναι ακριβώς γλώσσα, αλλά ένα φύσει κατώτερο υβρίδιο: «Κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, επί του χώρου της Μείζονος Μακεδονίας και, συγκεκριμένα, κατά το 18ο αιώνα, εμφανίστηκε ένα προφορικό ιδίωμα που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς λόγους» (σ. 47). Απόρροια της «γενικευμένης αγραμματοσύνης και απαιδευσίας» εκείνων των χρόνων, «προέκυψε αρχικά στη μακεδονική ύπαιθρο ως παραμεθόριο, προφορικό ιδίωμα και κατέληξε τελικά σε Κρεολή γλώσσα ανομοιογενών πληθυσμών. Αυτό το ιδίωμα δεν απέκτησε ποτέ γραφή και συνεπώς στερείται πεζογραφίας, ποίησης και γενικότερα λογοτεχνίας, ενώ αντίθετα υπάρχουν τραγούδια, η παραγωγή των οποίων σταμάτησε ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα, το ιδίωμα αυτό που ομιλείται σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας ξεπεράστηκε ιστορικά και έχασε τη χρησιμότητά του και έτσι ακολουθεί αναγκαίως την τύχη όλων των αντίστοιχων βοηθητικών γλωσσών, ήτοι τείνει προς εξαφάνιση κατά τις επόμενες μία με δύο γενιές» (σ. 47-48).
Ακροδεξιό κοπιράιτ
Οι φαιδρότητες αυτής της επιχειρηματολογίας είναι φυσικά εμφανείς («παραμεθόριο» λ.χ. ιδίωμα, πολύ προτού χαραχθούν κρατικά σύνορα στην περιοχή!). Αξίζει όμως να σταθούμε στον ιδεολογικά φορτισμένο (και πραγματολογικά ανακριβή) χαρακτηρισμό των σλαβικών διαλέκτων της Μακεδονίας -από τη φιλολογική καλλιέργεια των οποίων προέκυψε η λόγια μακεδονική- σαν «κρεολής» γλώσσας. Στη γλωσσολογία, «κρεολές» ονομάζονται οι γλώσσες που δημιουργήθηκαν στις ευρωπαϊκές αποικίες με ανάμιξη των γλωσσών αποικιοκρατών και υποτελών (π.χ. τα γαλλικά της Αϊτής).
Τον χαρακτηρισμό αυτό για τη μακεδονική και τις διαλέκτους της επινόησε (κι ίσαμε τώρα πρόβαλλε κατ’ αποκλειστικότητα) ένα επώνυμο στέλεχος της ελληνικής Ακροδεξιάς: ο Δημήτριος Ευαγγελίδης, στέλεχος της «4ης Αυγούστου» του Πλεύρη επί χούντας και του φασιστικού ΕΝΕΚ στη Μεταπολίτευση (Δημήτρης Ψαρράς – Γιάννης Μπασκάκης, «Η μακεδονική σαλάτα της Ν.Δ.», ένθετο της «Εφ.Συν.», 2019, σ. 42). Από δικό του πόνημα, που αναρτήθηκε προ δεκαετίας στον ιστότοπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων (ΠΟΠΣΜ), έχουν αντιγραφεί επί λέξει -σαν «πασίγνωστα γεγονότα»- τα παραπάνω αποσπάσματα!
Ο «εκκρεολισμός» της μακεδονικής έχει φυσικά ιδεολογικό πρόσημο: τη θεώρησή της σαν «υποδεέστερη» γλώσσα, ανάξια διατήρησης και προστασίας – θεώρηση που επιβεβαιώνει και το λεξιλόγιο της απόφασης: «βοηθητική» γλώσσα, προϊόν «αγραμματοσύνης» που «ξεπεράστηκε ιστορικά» κ.ο.κ. (Για την προϊστορία και τα συμφραζόμενα μιας τέτοιας ιεράρχησης, βλ. τις επισημάνσεις ενός επιφανούς γλωσσολόγου του ΜΙΤ: Michel Degraff, «Towards racial justice in linguistics: the case of the Creole studies»).
Περήφανη απάντηση
Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση του εφετείου αξιοποιήθηκε από τους εθνικιστές της Βόρειας Μακεδονίας σαν απόδειξη αντιδημοκρατικότητας της Ελλάδας. Ο πρωθυπουργός του VΜRΟ, Χρίστιαν Μίτσκοσκι, πρόσφερε μάλιστα δημόσια την «απόλυτη υποστήριξη» της κυβέρνησής του σε μελλοντική προσφυγή του ΚΜΓ στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Προσφορά που το Κέντρο έσπευσε να απορρίψει κατηγορηματικά, με επίσημη ανακοίνωσή του (2/9/2024): «Ευχαριστούμε, αλλά όχι! Δεν αποτελούμε πιόνια κανενός... Η βοήθεια που χρειαζόμαστε είναι αυτή των δημοκρατικών Ελλήνων πολιτών, της πραγματικής δικαιοσύνης, του πραγματικού ευρωπαϊκού συστήματος. Ποτέ δεν δεχτήκαμε βοήθεια από άλλες χώρες και δεν θα το πράξουμε ούτε και τώρα!».
Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου