Οι τράπεζες επιβάλλουν εξωπραγματικά υψηλούς τόκους σε ρυθμίσεις προστασίας της α' κατοικίας - Τι αποφασίζουν τα δικαστήρια
Ακόμη και μετά τη δικαίωσή τους από τα δικαστήρια με βάση τον νόμο Κατσέλη, πολλοί υπερχρεωμένοι δανειολήπτες βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη νέας προσφυγής στη Δικαιοσύνη, για να αντιμετωπίσουν μια διαδεδομένη πρακτική των τραπεζών, που καταλήγει να «φουσκώνει» πέρα από τα όρια της αντοχής του οφειλέτη τη μηνιαία δόση που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει για να διατηρήσει την προστασία της κύριας κατοικίας από τον πλειστηριασμό.
Ακόμη και μετά τη δικαίωσή τους από τα δικαστήρια με βάση τον νόμο Κατσέλη, πολλοί υπερχρεωμένοι δανειολήπτες βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη νέας προσφυγής στη Δικαιοσύνη, για να αντιμετωπίσουν μια διαδεδομένη πρακτική των τραπεζών, που καταλήγει να «φουσκώνει» πέρα από τα όρια της αντοχής του οφειλέτη τη μηνιαία δόση που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει για να διατηρήσει την προστασία της κύριας κατοικίας από τον πλειστηριασμό.
Οι τράπεζες εκμεταλλεύονται, όπως αναφέρουν νομικοί, την ασάφεια δικαστικών αποφάσεων, σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του τόκου στις περιπτώσεις όπου έχει γίνει ρύθμιση από το δικαστήριο με βάση τον νόμο Κατσέλη, ώστε ο οφειλέτης να πληρώνει δόσεις για μια μεγάλη χρονική περίοδο, προκειμένου να προστατεύσει την κατοικία του.
Οι διαφορές μπορεί να είναι πολύ μεγάλες, ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού του τόκου: αν ο τόκος υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός επιτοκίου που έχει ορίσει το δικαστήριο επί του συνολικού εκκρεμούς υπολοίπου της οφειλής, το ποσό της συνολικής μηνιαίας δόσης εκτοξεύεται στα ύψη, σε βαθμό που είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί η ρύθμιση. Αντίθετα, το επιτόκιο υπολογίζεται επί της μηνιαίας δόσης, το συνολικό ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως προσαυξάνεται σε πολύ μικρό βαθμό.
Αρκετοί δανειολήπτες, που μπορεί να μην αντιλαμβάνονται το λάθος, προσπαθούν να πληρώσουν τη «φουσκωμένη» δόση και περιέρχονται σε απόγνωση. Πολλοί προσφεύγουν σε δικηγόρους και μπαίνουν σε μία ακόμη διαδικασία, ύστερα από τα πολλά χρόνια που χρειάσθηκαν, κατά κανόνα, για να δικαιωθούν με βάση τον νόμο Κατσέλη. Όσοι ακολουθούν αυτόν τον δρόμο, ζητώντας από τα δικαστήρια την έκδοση διευκρινιστικής απόφασης επί της αρχικής, δικαιώνονται και μειώνουν τη δόση τους στο «σωστό» ύψος, αναφέρουν νομικοί.
Τα δικαστήρια δικαιώνουν τους οφειλέτες
Η έκδοση τέτοιων διευκρινιστικών αποφάσεων είναι συνεχής τους τελευταίους μήνες και όλες καταλήγουν στο ίδιο «δια ταύτα»: ότι ο τόκος πρέπει να υπολογίζεται επί τη μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου. Δύο πρόσφατες σχετικές αποφάσεις, που δημοσιεύθηκαν με επιμέλεια του δικηγόρου Αθηνών, Μιχαήλ Κούβαρη, δικαίωσαν πλήρως τους δανειολήπτες: πρόκειται για την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με αριθμό 9975/2024 και την απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, με αριθμό 335/2024.
Όπως αναφέρεται στην πρώτη απόφαση, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ο οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει 43.977 ευρώ σε περίοδο 25 ετών (300 μήνες) για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του. Δηλαδή, η μηνιαία δόση ορίσθηκε από το δικαστήριο στα 146,59 ευρώ. Όμως, στην απόφαση δεν αποσαφηνίζεται πλήρως πώς θα υπολογίζονται οι τόκοι.
Στο διατακτικό της απόφασης, αναφέρει το Μον. Πρωτ. Θεσσαλονίκης, «ορίστηκε ότι η έναρξη του χρονικού διαστήματος καταβολής των δόσεων αυτών ανατρέχει στον μήνα Ιούλιο του έτους 2020 και θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας».
«Πράγματι», όπως αναγνωρίζει το δικαστήριο, «η διατύπωση της ανωτέρω απόφασης είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται αν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο. Από τη διατύπωση αυτή και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται ρητά στην αιτιολογική του έκθεση, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, αποδεικνύεται ότι το δικάσαν Δικαστήριο δεν επιθυμούσε τον εκτοκισμό του συνολικού κεφαλαίου που ορίστηκε ως υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, αλλά εκάστης μηνιαίας δόσης αυτού».
Έτσι, το δικαστήριο «ερμηνεύει την υπ’ αριθμ. 1906/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), και δη το διατακτικό αυτής, ως προς τη διάταξή της για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, κατά το ότι το αναφερόμενο σ’ αυτήν επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο και όχι στο σύνολο του υπολειπόμενου ανεξόφλητου κεφαλαίου που ορίστηκε να καταβληθεί για την παραπάνω αιτία».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα σχετικά στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός του 2024 αναμενόταν να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση όλων των εκκρεμών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη. Μεγάλος αριθμός δανειοληπτών από τους περίπου 47.000 που είχαν εκκρεμείς υποθέσεις έχουν δικαιωθεί στα δικαστήρια. Εκτιμάται ότι περισσότεροι από τους μισούς έχουν εξασφαλίσει προστασία με βάση τον νόμο Κατσέλη.
Πηγή: sofokleousin.gr
Οι διαφορές μπορεί να είναι πολύ μεγάλες, ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού του τόκου: αν ο τόκος υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός επιτοκίου που έχει ορίσει το δικαστήριο επί του συνολικού εκκρεμούς υπολοίπου της οφειλής, το ποσό της συνολικής μηνιαίας δόσης εκτοξεύεται στα ύψη, σε βαθμό που είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί η ρύθμιση. Αντίθετα, το επιτόκιο υπολογίζεται επί της μηνιαίας δόσης, το συνολικό ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως προσαυξάνεται σε πολύ μικρό βαθμό.
Αρκετοί δανειολήπτες, που μπορεί να μην αντιλαμβάνονται το λάθος, προσπαθούν να πληρώσουν τη «φουσκωμένη» δόση και περιέρχονται σε απόγνωση. Πολλοί προσφεύγουν σε δικηγόρους και μπαίνουν σε μία ακόμη διαδικασία, ύστερα από τα πολλά χρόνια που χρειάσθηκαν, κατά κανόνα, για να δικαιωθούν με βάση τον νόμο Κατσέλη. Όσοι ακολουθούν αυτόν τον δρόμο, ζητώντας από τα δικαστήρια την έκδοση διευκρινιστικής απόφασης επί της αρχικής, δικαιώνονται και μειώνουν τη δόση τους στο «σωστό» ύψος, αναφέρουν νομικοί.
Τα δικαστήρια δικαιώνουν τους οφειλέτες
Η έκδοση τέτοιων διευκρινιστικών αποφάσεων είναι συνεχής τους τελευταίους μήνες και όλες καταλήγουν στο ίδιο «δια ταύτα»: ότι ο τόκος πρέπει να υπολογίζεται επί τη μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου. Δύο πρόσφατες σχετικές αποφάσεις, που δημοσιεύθηκαν με επιμέλεια του δικηγόρου Αθηνών, Μιχαήλ Κούβαρη, δικαίωσαν πλήρως τους δανειολήπτες: πρόκειται για την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με αριθμό 9975/2024 και την απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, με αριθμό 335/2024.
Όπως αναφέρεται στην πρώτη απόφαση, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ο οφειλέτης ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει 43.977 ευρώ σε περίοδο 25 ετών (300 μήνες) για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του. Δηλαδή, η μηνιαία δόση ορίσθηκε από το δικαστήριο στα 146,59 ευρώ. Όμως, στην απόφαση δεν αποσαφηνίζεται πλήρως πώς θα υπολογίζονται οι τόκοι.
Στο διατακτικό της απόφασης, αναφέρει το Μον. Πρωτ. Θεσσαλονίκης, «ορίστηκε ότι η έναρξη του χρονικού διαστήματος καταβολής των δόσεων αυτών ανατρέχει στον μήνα Ιούλιο του έτους 2020 και θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας».
«Πράγματι», όπως αναγνωρίζει το δικαστήριο, «η διατύπωση της ανωτέρω απόφασης είναι ασαφής και χρήζει ερμηνείας, καθόσον δεν διευκρινίζεται αν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο. Από τη διατύπωση αυτή και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται ρητά στην αιτιολογική του έκθεση, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, αποδεικνύεται ότι το δικάσαν Δικαστήριο δεν επιθυμούσε τον εκτοκισμό του συνολικού κεφαλαίου που ορίστηκε ως υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, αλλά εκάστης μηνιαίας δόσης αυτού».
Έτσι, το δικαστήριο «ερμηνεύει την υπ’ αριθμ. 1906/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), και δη το διατακτικό αυτής, ως προς τη διάταξή της για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, κατά το ότι το αναφερόμενο σ’ αυτήν επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο και όχι στο σύνολο του υπολειπόμενου ανεξόφλητου κεφαλαίου που ορίστηκε να καταβληθεί για την παραπάνω αιτία».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα σχετικά στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός του 2024 αναμενόταν να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση όλων των εκκρεμών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη. Μεγάλος αριθμός δανειοληπτών από τους περίπου 47.000 που είχαν εκκρεμείς υποθέσεις έχουν δικαιωθεί στα δικαστήρια. Εκτιμάται ότι περισσότεροι από τους μισούς έχουν εξασφαλίσει προστασία με βάση τον νόμο Κατσέλη.
Πηγή: sofokleousin.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου