ΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο Βασίλης Κοτζαμάνης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, μιλάει στην «Κ» για τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου αναφορικά με τη νέα μείωση των γεννήσεων έως το 2025
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις αναστολής λειτουργίας για μια πληθώρα δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγείων δεν ήταν σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), κεραυνός εν αιθρία. Βάσει εκτίμησης του ΙΔΕΜ, υπολογίζεται πως οι γεννήσεις κατά την περίοδο 2020-25 θα μειωθούν κατά περίπου 75 χιλιάδες. Το ακόμη χειρότερο όμως, όπως εξήγησε στην «Κ» ο Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής Ερευνών του ΙΔΕΜ, είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια «δημογραφική κατάρρευση», καθώς μεγάλο ποσοστό της χώρας αδειάζει από νέους που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις αναστολής λειτουργίας για μια πληθώρα δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγείων δεν ήταν σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), κεραυνός εν αιθρία. Βάσει εκτίμησης του ΙΔΕΜ, υπολογίζεται πως οι γεννήσεις κατά την περίοδο 2020-25 θα μειωθούν κατά περίπου 75 χιλιάδες. Το ακόμη χειρότερο όμως, όπως εξήγησε στην «Κ» ο Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής Ερευνών του ΙΔΕΜ, είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια «δημογραφική κατάρρευση», καθώς μεγάλο ποσοστό της χώρας αδειάζει από νέους που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.
Δημογραφικό: «Για να βρούμε τις λύσεις πρέπει πρώτα να διακρίνουμε τα προβλήματα»
«Σε πολύ καλύτερη μοίρα τα κέντρα από τις περιφέρειες»
Οπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΔΕΜ, την εξαετία 1978-83 οι γεννήσεις στη χώρα ανήλθαν σε 853,6 χιλιάδες. Κατά την εξαετία 2008-2013, οι γεννήσεις μειώθηκαν στις 651,9 χιλιάδες, ενώ την εξαετία 2014-19 η μείωση συνεχίστηκε, καθώς οι γεννήσεις ανήλθαν σε 535,6 χιλιάδες. Αντίστοιχα, η εκτίμηση του ΙΔΕΜ –βασισμένη στα έως τώρα δημοσιευμένα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ– είναι πως την πενταετία 2020-25 ο αριθμός των γεννήσεων στην Ελλάδα θα κυμανθεί σε μόλις 460.000.
Σύμφωνα με όσα λέει ο κ. Κοτζαμάνης, «οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 37% ανάμεσα στο 1978-83 και το 2014-19. Οι γεννήσεις αναμένεται να μειωθούν κατά 14% και την περίοδο 2020-25».
Βάσει όσων σχολίασε ο ίδιος, «η μείωση σε εθνικό επίπεδο είναι μεγάλη, όμως δεν έχει παντού την ίδια ένταση. Σε ορισμένες περιοχές, ο αριθμός των γεννήσεων είναι ελάχιστος ακόμη και μηδαμινός». Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με την έρευνα του ΙΔΕΜ, την περίοδο 2014-19, σε συνολικά 308 Δημοτικές Ενότητες (Δ.Ε.) της χώρας, δηλαδή στο 29,8% του συνόλου τους, καταγράφηκαν από μηδέν έως 60 γεννήσεις. Αντίστοιχα, την περίοδο 2020-25, το ΙΔΕΜ υπολογίζει πως αυτές οι Δ.Ε. με τις ελάχιστες γεννήσεις, θα αυξηθούν στις 367, οι οποίες αποτελούν το 35,5% του συνόλου των Δημοτικών Ενοτήτων της χώρας.
Οπως αναγράφεται στη μελέτη, οι περισσότερες από αυτές τις Δ.Ε., βρίσκονται «στην ορεινή και ημιορεινή ηπειρωτική Ελλάδα και όλες σχεδόν σε απόσταση μεγαλύτερη της μιας ώρας από τις αντίστοιχες έδρες των 13 Περιφερειών της χώρας (με εξαίρεση κάποιες στην Περιφέρεια Πελοποννήσου)».
Αλλωστε, βάσει όσων ανέφερε ο κ. Κοτζαμάνης, «η Ευρυτανία είναι εξαιρετικά προβληματική ως περιφερειακή ενότητα. Βλέπουμε όμως ότι το Καρπενήσι είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Σε όλη την Ελλάδα, τα στοιχεία είναι εξαιρετικά ανομοιογενή, αφού τα κέντρα των περιφερειών είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από την περιφέρειά τους».
«Δεν υπάρχουν ζευγάρια να κάνουν παιδιά»
Αυτά τα νούμερα εντοπίζονται, σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, κυρίως «σε μικρές περιοχές. Το γενικότερο πρόβλημα, που ισχύει παντού, είναι ότι τα νέα ζευγάρια κάνουν ολοένα και λιγότερα παιδιά σε σχέση με τις προηγούμενες γενεές. Είναι ενδεικτικό ότι από το 1940 έως το 1960 γεννήθηκαν 2 – 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Μετά το 1985, αυτός ο αριθμός ανέρχεται σε λιγότερα από 1,5 παιδιά. Παράλληλα, έχουμε μια σειρά από περιοχές που έχουν αδειάσει από τον νεανικό τους πληθυσμό. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχουν ζευγάρια να κάνουν παιδιά, ενώ ο πληθυσμός όσων είναι σε αναπαραγωγική ηλικία συνεχώς μειώνεται».
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τη μελέτη, «ενώ το 2014-19 ανάμεσα στις Δ.Ε. με 41-60 γεννήσεις, 13 είχαν πληθυσμό στην απογραφή του 2021 από 2.000 έως 2.500 κατοίκους, 30 Δ.Ε. με τον ίδιο πληθυσμό είχαν την ίδια περίοδο τον διπλάσιο αριθμό γεννήσεων (81-120)».
«Σχεδόν το 50% βρίσκεται στο 2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας»
Το ζήτημα εντείνεται σύμφωνα με τον ίδιο και εξαιτίας της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης που «έχει μειωθεί σημαντικά συγκριτικά με ό,τι συνέβαινε στη χώρα από το 1991 έως το 2011. Κοινό χαρακτηριστικό των περιοχών που υπάρχει μείωση των γεννήσεων, είναι ότι δεν κατόρθωσαν να προσελκύσουν μετανάστες».
Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, οι αιτίες που οδηγούν σε αυτή τη συνεχιζόμενη μείωση των γεννήσεων σε εθνικό επίπεδο, είναι μεταξύ άλλων «το κόστος της έλευσης και της ανατροφής ενός παιδιού που είναι υψηλό. Επίσης υπάρχει έντονο στεγαστικό πρόβλημα για τα νέα ζευγάρια και ζήτημα με την εργασιακή αβεβαιότητα».
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, «υπάρχουν περιοχές που όχι μόνο συγκράτησαν τους νέους, αλλά αύξησαν τον αριθμό τους. Κλασικό παράδειγμα είναι οι Κυκλάδες και η βόρεια Κρήτη. Περιοχές δηλαδή, που κυρίως στηρίζονται στον τουρισμό και τα τελευταία χρόνια κατόρθωσαν να προσελκύσουν, εξαιτίας αυτής της οικονομικής δραστηριότητας, νέους ακόμη και από το εξωτερικό».
Αυτός είναι ο λόγος που ο κ. Κοτζαμάνης θεωρεί πως «πρέπει να ληφθούν μέτρα στις προβληματικές περιοχές, δηλαδή περίπου στη μισή Ελλάδα. Οι νέοι που υπάρχουν, πρέπει να παραμείνουν στον τόπο τους και όσοι τον εγκατέλειψαν, να έχουν κίνητρα ώστε να επιστρέψουν. Αν δεν υπάρξει μια τέτοια πολιτική, ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα, η δημογραφική κατάρρευση θα είναι μη αναστρέψιμη».
Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι «οι περιοχές που έχουμε εντοπίσει σοβαρό πρόβλημα, είναι δημογραφικά τελειωμένες. Οταν υπάρχουν περιοχές που ανά μια γέννηση, αντιστοιχούν δύο, τρεις ή και τέσσερις θάνατοι, η ζυγαριά είναι αρνητική. Ως αποτέλεσμα, ο πληθυσμός δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί, αλλά θα μειώνεται ολοένα και παραπάνω. Θα έχουμε ένα πληθυσμό που συνεχώς θα φθίνει».
Βασίλης Ανδριανόπουλος
Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Πηγή: kathimerini.gr
«Σε πολύ καλύτερη μοίρα τα κέντρα από τις περιφέρειες»
Οπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΔΕΜ, την εξαετία 1978-83 οι γεννήσεις στη χώρα ανήλθαν σε 853,6 χιλιάδες. Κατά την εξαετία 2008-2013, οι γεννήσεις μειώθηκαν στις 651,9 χιλιάδες, ενώ την εξαετία 2014-19 η μείωση συνεχίστηκε, καθώς οι γεννήσεις ανήλθαν σε 535,6 χιλιάδες. Αντίστοιχα, η εκτίμηση του ΙΔΕΜ –βασισμένη στα έως τώρα δημοσιευμένα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ– είναι πως την πενταετία 2020-25 ο αριθμός των γεννήσεων στην Ελλάδα θα κυμανθεί σε μόλις 460.000.
Σύμφωνα με όσα λέει ο κ. Κοτζαμάνης, «οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 37% ανάμεσα στο 1978-83 και το 2014-19. Οι γεννήσεις αναμένεται να μειωθούν κατά 14% και την περίοδο 2020-25».
Βάσει όσων σχολίασε ο ίδιος, «η μείωση σε εθνικό επίπεδο είναι μεγάλη, όμως δεν έχει παντού την ίδια ένταση. Σε ορισμένες περιοχές, ο αριθμός των γεννήσεων είναι ελάχιστος ακόμη και μηδαμινός». Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με την έρευνα του ΙΔΕΜ, την περίοδο 2014-19, σε συνολικά 308 Δημοτικές Ενότητες (Δ.Ε.) της χώρας, δηλαδή στο 29,8% του συνόλου τους, καταγράφηκαν από μηδέν έως 60 γεννήσεις. Αντίστοιχα, την περίοδο 2020-25, το ΙΔΕΜ υπολογίζει πως αυτές οι Δ.Ε. με τις ελάχιστες γεννήσεις, θα αυξηθούν στις 367, οι οποίες αποτελούν το 35,5% του συνόλου των Δημοτικών Ενοτήτων της χώρας.
Οι περιοχές της χώρας όπου καταγράφηκαν 0-60 γεννήσεις κατά την περίοδο 2014-2019. Εικονογράφηση: Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών. |
Οι περιοχές της χώρας όπου το ΙΔΕΜ εκτιμά πως θα καταγράφουν έως 60 γεννήσεις την περίοδο 2020-25. Εικονογράφηση: Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών. |
«Δεν υπάρχουν ζευγάρια να κάνουν παιδιά»
Αυτά τα νούμερα εντοπίζονται, σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, κυρίως «σε μικρές περιοχές. Το γενικότερο πρόβλημα, που ισχύει παντού, είναι ότι τα νέα ζευγάρια κάνουν ολοένα και λιγότερα παιδιά σε σχέση με τις προηγούμενες γενεές. Είναι ενδεικτικό ότι από το 1940 έως το 1960 γεννήθηκαν 2 – 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Μετά το 1985, αυτός ο αριθμός ανέρχεται σε λιγότερα από 1,5 παιδιά. Παράλληλα, έχουμε μια σειρά από περιοχές που έχουν αδειάσει από τον νεανικό τους πληθυσμό. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχουν ζευγάρια να κάνουν παιδιά, ενώ ο πληθυσμός όσων είναι σε αναπαραγωγική ηλικία συνεχώς μειώνεται».
Από το 1940 έως το 1960 γεννήθηκαν 2-2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Μετά το 1985, αυτός ο αριθμός ανέρχεται σε λιγότερα από 1,5 παιδιά.Σύμφωνα με τον ίδιο, ο μικρός πληθυσμός των περιοχών που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα αναφορικά με τον αριθμό γεννήσεων, είναι σημαντικός παράγοντας, όμως όχι ο μοναδικός. Οπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στη μελέτη, «οι Δ.Ε. Καβάλας και Λιοσίων είχαν το 2014-19 τον ίδιο αριθμό γεννήσεων αν και ο πληθυσμός της πρώτης το 2021 υπερτερούσε σημαντικά αυτού των Λιοσίων (56 έναντι 35 χιλιάδων), ενώ στη Δ.Ε. Αργυρούπολης είχαμε τον ίδιο αριθμό γεννήσεων με τη Δ.Ε. Θήρας παρόλο που ο πληθυσμός της πρώτης ήταν υπερδιπλάσιος αυτού της δεύτερης (35 έναντι 14,5 χιλιάδων)».
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τη μελέτη, «ενώ το 2014-19 ανάμεσα στις Δ.Ε. με 41-60 γεννήσεις, 13 είχαν πληθυσμό στην απογραφή του 2021 από 2.000 έως 2.500 κατοίκους, 30 Δ.Ε. με τον ίδιο πληθυσμό είχαν την ίδια περίοδο τον διπλάσιο αριθμό γεννήσεων (81-120)».
«Σχεδόν το 50% βρίσκεται στο 2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας»
Το ζήτημα εντείνεται σύμφωνα με τον ίδιο και εξαιτίας της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης που «έχει μειωθεί σημαντικά συγκριτικά με ό,τι συνέβαινε στη χώρα από το 1991 έως το 2011. Κοινό χαρακτηριστικό των περιοχών που υπάρχει μείωση των γεννήσεων, είναι ότι δεν κατόρθωσαν να προσελκύσουν μετανάστες».
Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, οι αιτίες που οδηγούν σε αυτή τη συνεχιζόμενη μείωση των γεννήσεων σε εθνικό επίπεδο, είναι μεταξύ άλλων «το κόστος της έλευσης και της ανατροφής ενός παιδιού που είναι υψηλό. Επίσης υπάρχει έντονο στεγαστικό πρόβλημα για τα νέα ζευγάρια και ζήτημα με την εργασιακή αβεβαιότητα».
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, «υπάρχουν περιοχές που όχι μόνο συγκράτησαν τους νέους, αλλά αύξησαν τον αριθμό τους. Κλασικό παράδειγμα είναι οι Κυκλάδες και η βόρεια Κρήτη. Περιοχές δηλαδή, που κυρίως στηρίζονται στον τουρισμό και τα τελευταία χρόνια κατόρθωσαν να προσελκύσουν, εξαιτίας αυτής της οικονομικής δραστηριότητας, νέους ακόμη και από το εξωτερικό».
Σχεδόν 1 στους 2 κατοίκους βρίσκεται στο 2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Υπάρχει τρομερά άνιση κατανομή του πληθυσμού. Αυτό δείχνει μια έλλειψη στρατηγικής χωροταξικού σχεδιασμού και πολιτικών στην περιφερειακή ανάπτυξη.Αλλωστε, βάσει όσων ανέφερε ο κ. Κοτζαμάνης, «σχεδόν 1 στους 2 κατοίκους βρίσκεται στο 2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Υπάρχει τρομερά άνιση κατανομή του πληθυσμού. Αυτό δείχνει μια έλλειψη στρατηγικής χωροταξικού σχεδιασμού και πολιτικών στην περιφερειακή ανάπτυξη. Αλλωστε, η μείωση των γεννήσεων δεν προέκυψε ξαφνικά, ούτε αποτελεί ένα φυσικό φαινόμενο».
Αυτός είναι ο λόγος που ο κ. Κοτζαμάνης θεωρεί πως «πρέπει να ληφθούν μέτρα στις προβληματικές περιοχές, δηλαδή περίπου στη μισή Ελλάδα. Οι νέοι που υπάρχουν, πρέπει να παραμείνουν στον τόπο τους και όσοι τον εγκατέλειψαν, να έχουν κίνητρα ώστε να επιστρέψουν. Αν δεν υπάρξει μια τέτοια πολιτική, ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα, η δημογραφική κατάρρευση θα είναι μη αναστρέψιμη».
Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι «οι περιοχές που έχουμε εντοπίσει σοβαρό πρόβλημα, είναι δημογραφικά τελειωμένες. Οταν υπάρχουν περιοχές που ανά μια γέννηση, αντιστοιχούν δύο, τρεις ή και τέσσερις θάνατοι, η ζυγαριά είναι αρνητική. Ως αποτέλεσμα, ο πληθυσμός δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί, αλλά θα μειώνεται ολοένα και παραπάνω. Θα έχουμε ένα πληθυσμό που συνεχώς θα φθίνει».
Βασίλης Ανδριανόπουλος
Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου