Και εξαίφνης η κυβέρνησή μας αντιλήφθηκε ότι η αιτία της τελευταίας θέσης της Ελλάδας στο κατά κεφαλήν εισόδημα των χωρών της ευρωζώνης και της τιμητικής πρώτης στον τομέα της φτώχειας των πολιτών της δεν είναι άλλη από την τεμπελιά του Ελληνα. Ναι, καλά ακούσατε, αυτού του νωχελικού τύπου για τον οποίον όμως τα στοιχεία λένε ότι δουλεύει τριακόσιες ώρες τον χρόνο περισσότερο από τον μέσο Ευρωπαίο, χωρίς να υπολογίζονται οι ώρες της δεύτερης, αδήλωτης δουλειάς που είναι υποχρεωμένος να κάνει για να επιβιώσει.Ποῖος λέγει ὅτι αἱ ἑορταὶ εἶναι παραπολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἱ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη
Γι’ αυτό λοιπόν με πρόθεση να τον ξεκουνήσει από την πολυθρόνα του, η φιλεργατική μας κυβέρνηση του δίνει κίνητρα για να δουλέψει παραπάνω, ώστε να ξεπεράσει το σύνδρομο της ραστώνης του Σαββατοκύριακου που τον διακατέχει. Εξι μέρες εργασίας λοιπόν και έβδομη άμα χρειαστεί, αλλά προσέξτε: Πληρωμένη, όχι τζάμπα. Βεβαίως αυτή η γενναιοδωρία υπόκειται στους νόμους της αγοράς και της καρποφορίας των λεφτόδεντρων που τα τελευταία χρόνια είναι μειωμένη λόγω της κλιματικής κρίσης η οποία επιβάλλει τη μεταφορά κεφαλαίων από τις τσέπες των τεμπέληδων καταναλωτών σε αυτές των εργατικών μεγιστάνων της πράσινης ενέργειας και των αντίστοιχων της άλλης, της βρόμικης, που -κακά τα ψέματα- χρειάζεται κι αυτή.
Αλλά και η φίλη Ουκρανία έχει χρεία εξοπλισμών. Οπότε μόλις ξανασκάσει η φούσκα και παραλύσει το αόρατο χέρι της αγοράς, μπορεί και να εξαερωθεί η «γενναία» αυτή παροχή με τη θεσμοθέτηση και επίσημα της εξαήμερης ή/και επταήμερης εργασίας.
Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη» αναφέρεται στο περίφημο τεμπελχανείο του Μεχμέτ Αλή στην Καβάλα, το λεγόμενο Ιμαρέτ, όπου οι τεμπέληδες προτιμούσαν να μένουν ακίνητοι όταν τους βάζανε φωτιά στην ψάθα όπου κάθονταν παρά την πιθανότητα να καούν, ώστε να τους αναγνωρίζουν ως αληθινούς τεμπέληδες και να τους χορηγούν το πιλάφι που δικαιούνταν ως τέτοιοι. Και ερχόμενοι στα δικά μας, μη μου ζητήσετε εγώ να σας πω ποιο είναι το τεμπελχανείο της εποχής μας, διότι το να λες την αλήθεια -ακόμα και αυτή των αδιαφιλονίκητων γεγονότων- εδώ στον νεοφιλελεύθερο βαλκανικό Νότο θεωρείται λαϊκισμός, οπότε η πραγματικότητα γίνεται βορά της υποκριτικής πολιτικής ορθότητας. Και τι θα πει πολιτική ορθότητα; Η ικανότητα να προλαβαίνεις να κατηγορείς πρώτος αυτόν που πάει να ξεσκεπάσει τις ανομίες σου αντιστρέφοντας την υπαιτιότητα.
Ποιο είναι το τεμπελχανείο λοιπόν μας το λέει ο ανέγκλητος πλέον Παπαδιαμάντης. Είναι ο ιερός τόπος όπου τεμπελιάζουν οι αντιπρόσωποί μας, οι συνεχώς καθήμενοι, οι μονολογούντες προ κενών καθισμάτων (ας είναι καλά ο καφενές της Βουλής), πολλοί κοιμώμενοι, άλλοι νυσταλέοι, κάποιοι παίζοντες με το τηλέφωνό τους ακόμα και σε εξεταστικές επιτροπές που διερευνούν (;) τον φόνο 57 ανθρώπων, αυτοί που «δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον για τους άλλους να θεσμοθετούν».
Και όταν, όπως λέει στο ίδιο διήγημα ο Παπαδιαμάντης, όλοι οι άλλοι, σπιτονοικοκυρές, γείτονες, γυναικάδελφοι, τρώγουν και πίνουν στο τραπέζι της αργίας των Χριστουγέννων το προϊόν της ευρηματικότητας του χαρακτηρισμένου ως «τεμπέλη» ακόμα και από την οικογένειά του μαστρο-Παύλου, αυτός στέκει στην πόρτα του σπιτιού κλειδωμένος απέξω και αναρωτιέται: Και να μην πάρω κι εγώ έναν μεζέ; Για να πάρει την απάντηση από τη σπιτονοικοκυρά του: Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; Τὰ πράματα ειναι πολὺ σκούρα, άφσε τ᾽ αὐτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ο,τι έγινε έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κ᾽ ἐμένα τα νοίκια μου. Τ᾽ ακούς;
Κι επειδή κατά πως θάλεγε ο Γ. Αγγελάκας η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει, ενοχικά ο «τεμπέλης» απαντάει: Τ᾽ ἀκούω. Και το διήγημα τελειώνει με την προτροπή της σπιτονοικοκυράς: Μη στέκεσαι στιγμή, το καλὸ που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά! Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις απὸ μέσα, και να επλησίαζε με βαρὺ βήμα προς την θύραν… Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ὁ Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο καὶ δουλειά!
Τάκης Λάγιος - Νομικός, συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr
Αλλά και η φίλη Ουκρανία έχει χρεία εξοπλισμών. Οπότε μόλις ξανασκάσει η φούσκα και παραλύσει το αόρατο χέρι της αγοράς, μπορεί και να εξαερωθεί η «γενναία» αυτή παροχή με τη θεσμοθέτηση και επίσημα της εξαήμερης ή/και επταήμερης εργασίας.
Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη» αναφέρεται στο περίφημο τεμπελχανείο του Μεχμέτ Αλή στην Καβάλα, το λεγόμενο Ιμαρέτ, όπου οι τεμπέληδες προτιμούσαν να μένουν ακίνητοι όταν τους βάζανε φωτιά στην ψάθα όπου κάθονταν παρά την πιθανότητα να καούν, ώστε να τους αναγνωρίζουν ως αληθινούς τεμπέληδες και να τους χορηγούν το πιλάφι που δικαιούνταν ως τέτοιοι. Και ερχόμενοι στα δικά μας, μη μου ζητήσετε εγώ να σας πω ποιο είναι το τεμπελχανείο της εποχής μας, διότι το να λες την αλήθεια -ακόμα και αυτή των αδιαφιλονίκητων γεγονότων- εδώ στον νεοφιλελεύθερο βαλκανικό Νότο θεωρείται λαϊκισμός, οπότε η πραγματικότητα γίνεται βορά της υποκριτικής πολιτικής ορθότητας. Και τι θα πει πολιτική ορθότητα; Η ικανότητα να προλαβαίνεις να κατηγορείς πρώτος αυτόν που πάει να ξεσκεπάσει τις ανομίες σου αντιστρέφοντας την υπαιτιότητα.
Ποιο είναι το τεμπελχανείο λοιπόν μας το λέει ο ανέγκλητος πλέον Παπαδιαμάντης. Είναι ο ιερός τόπος όπου τεμπελιάζουν οι αντιπρόσωποί μας, οι συνεχώς καθήμενοι, οι μονολογούντες προ κενών καθισμάτων (ας είναι καλά ο καφενές της Βουλής), πολλοί κοιμώμενοι, άλλοι νυσταλέοι, κάποιοι παίζοντες με το τηλέφωνό τους ακόμα και σε εξεταστικές επιτροπές που διερευνούν (;) τον φόνο 57 ανθρώπων, αυτοί που «δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον για τους άλλους να θεσμοθετούν».
Και όταν, όπως λέει στο ίδιο διήγημα ο Παπαδιαμάντης, όλοι οι άλλοι, σπιτονοικοκυρές, γείτονες, γυναικάδελφοι, τρώγουν και πίνουν στο τραπέζι της αργίας των Χριστουγέννων το προϊόν της ευρηματικότητας του χαρακτηρισμένου ως «τεμπέλη» ακόμα και από την οικογένειά του μαστρο-Παύλου, αυτός στέκει στην πόρτα του σπιτιού κλειδωμένος απέξω και αναρωτιέται: Και να μην πάρω κι εγώ έναν μεζέ; Για να πάρει την απάντηση από τη σπιτονοικοκυρά του: Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; Τὰ πράματα ειναι πολὺ σκούρα, άφσε τ᾽ αὐτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ο,τι έγινε έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κ᾽ ἐμένα τα νοίκια μου. Τ᾽ ακούς;
Κι επειδή κατά πως θάλεγε ο Γ. Αγγελάκας η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει, ενοχικά ο «τεμπέλης» απαντάει: Τ᾽ ἀκούω. Και το διήγημα τελειώνει με την προτροπή της σπιτονοικοκυράς: Μη στέκεσαι στιγμή, το καλὸ που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά! Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις απὸ μέσα, και να επλησίαζε με βαρὺ βήμα προς την θύραν… Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ὁ Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο καὶ δουλειά!
Τάκης Λάγιος - Νομικός, συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου