Υπερτριπλασιάστηκε από το 2010 ο αριθμός των φοιτητών που παρακολουθούν μεταπτυχιακά προγράμματα στα ελληνικά Πανεπιστήμια ● Η «τεταρτοβάθμια» εκπαίδευση λιπαίνεται με δίδακτρα που κυμαίνονται από 1.500 έως 10.000 ευρώ ετησίως, ενώ υποβαθμίζει και «φτωχαίνει» όλο και περισσότερο τις τριτοβάθμιες σπουδές ● Ουσιαστικά καθιερώνονται δύο Πανεπιστήμια: ένα προπτυχιακό και ένα... μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
Κατακόρυφη αύξηση παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές και στον αριθμό των μεταπτυχιακών φοιτητών στην Ελλάδα. Το 2010 στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών Πανεπιστημίων σπούδαζαν 31.071 φοιτητές. Το 2016, ο αριθμός αυξήθηκε σε 52.948 και το 2019 σε 78.518.
Δύο χρόνια μετά, το 2021, ο αριθμός αυξήθηκε σε 84.248. Μέσα σε έναν χρόνο, το 2022 ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών αυξήθηκε κατά σχεδόν 11.000, φτάνοντας τους 94.931. Εκτιμήσεις πανεπιστημιακών ανεβάζουν πάνω από 100.000 τους φοιτητές που είναι εγγεγραμμένοι σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα το 2024.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα απέχει πολύ από τα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς το μερίδιο των μεταπτυχιακών φοιτητών στην Ευρώπη είναι κατά μέσον όρο 29,18%. Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η Κύπρος είναι πρώτη με 46,44% και ακολουθεί η Ιταλία με 37,95%.
Ανάλογη είναι η αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, τα ελληνικά Πανεπιστήμια σήμερα προσφέρουν συνολικά 923 προγράμματα, ενώ το 2021 λειτουργούσαν 828 μεταπτυχιακά και το 2016 περίπου 600.
Βεβαίως, υπάρχει και η παράμετρος του οφέλους για τα ελληνικά Πανεπιστήμια, καθώς από τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών εισρέουν κονδύλια στα ταμεία των ιδρυμάτων, ενώ ενισχύονται και οι μηνιαίες απολαβές των διδασκόντων. Σήμερα τα δίδακτρα κυμαίνονται από 1.500 έως και 10.000 ευρώ ετησίως.
Kοινά μεταπτυχιακά
Με πρόσφατη απόφαση του Κυριάκου Πιερρακάκη, θα διατεθούν συνολικά 62.000.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 50.000.000 ευρώ προέρχεται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την περίοδο 2022-2025, προκειμένου τα ελληνικά ΑΕΙ να συνεργαστούν με ξένα για να δημιουργήσουν κοινά μεταπτυχιακά προγράμματα τα οποία «θα πρέπει να είναι καινοτόμα, να μην παρέχονται ήδη από τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και να παρέχονται με όρους προσιτούς για το κοινωνικό σύνολο». Κάθε ΑΕΙ μπορεί να υποβάλει όσες προτάσεις επιθυμεί υπό την προϋπόθεση πως δεν ξεπερνούν το ποσό των 15 εκατ. ευρώ συνολικά.
Σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, με τη σύναψη τέτοιων εκπαιδευτικών συμφωνιών αναμένεται να επιτευχθεί η παροχή εκπαίδευσης σε αντικείμενα για τα οποία μέχρι σήμερα είναι απαραίτητη η μετάβαση φοιτητών στο εξωτερικό, «θα ενδυναμωθεί η απασχόληση των Ελλήνων πανεπιστημιακών ερευνητών σε τομείς και αντικείμενα που η υφιστάμενη κατάσταση της αγοράς δεν διασφαλίζει την ανταγωνιστική προσέλκυσή τους, θα αποφευχθεί το brain drain, ενώ θα ενισχυθεί σοβαρά η προοπτική επιστροφής διακεκριμένων Ελλήνων επιστημόνων στη χώρα (brain gain), δεδομένου ότι ορισμένες εκπαιδευτικές υπηρεσίες που κρίνονται αναγκαίες από το κράτος/ή εξειδίκευση σε συγκεκριμένους τομείς δεν παρέχονται καθόλου από τα εγχώρια Πανεπιστήμια, είτε ότι δεν παρέχονται σε όρους προσιτούς για το κοινωνικό σύνολο και ότι για τον λόγο αυτό καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση του κράτους ώστε να αναθέσει την παροχή αυτών των υπηρεσιών στα ΑΕΙ σε συνεργασία με τα αλλοδαπά Πανεπιστήμια».
Τα δύο Πανεπιστήμια
Είναι πλέον ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι ένα νέο τοπίο έχει συγκροτηθεί στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση, μια νέα οροφή, που η μαζικότητα των «στηριγμάτων» της και το γεωγραφικό άπλωμά της οικοδομούν σταθερά έναν δεύτερο κύκλο σπουδών.
Bρισκόμαστε στη φύτρα μιας αναδυόμενης πραγματικότητας, όπου οι προπτυχιακές σπουδές, σε αρκετές περιπτώσεις, αποτελούν πλέον τον πρώτο κύκλο σπουδών στον οποίο συσσωρεύεται μια χαμηλής ποιότητας μαζική εκπαίδευση, χωρίς πόρους και υποδομές, αποκομμένη αναγκαστικά από το οξυγόνο της βασικής έρευνας και λειτουργικά προσαρμοσμένη στις φτηνότερες και προφανώς αναποτελεσματικότερες μορφές διδασκαλίας.
Πάνω από τον πρώτο κύκλο έχει ήδη συγκροτηθεί (και δυναμώνει με ταχύτητα) ο δεύτερος κύκλος σπουδών, που δεν είναι άλλος από τον «γαλαξία» των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα. Ουσιαστικά έχουν καθιερωθεί δύο Πανεπιστήμια. Ενα προπτυχιακό και ένα Πανεπιστήμιο… μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
Η απογείωση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων πριμοδοτείται από την προσπάθεια των πτυχιούχων να αυξήσουν το αντίκρισμα των τίτλων τους στην αγορά εργασίας κοντολογίς, για καλύτερο «πλασάρισμα» σε αυτήν, καθώς το «εφόδιο» του μεταπτυχιακού τίτλου έρχεται να «ξαναμοιράσει την τράπουλα» στον χώρο της επαγγελματικής απόδοσης των τίτλων.
Αδικη υποβάθμιση
Εδώ και αρκετά χρόνια σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα για να φτιαχτεί μεταπτυχιακό πρόγραμμα αφαιρέθηκαν μαθήματα από τον προπτυχιακό κύκλο και μεταφέρθηκαν στο μεταπτυχιακό! Σε άλλες περιπτώσεις πάλι αντιγράφτηκαν μαθήματα του προπτυχιακού κύκλου για να διδάσκονται στο μεταπτυχιακό με περισσότερες λεπτομέρειες και διαφορετικά συγγράμματα.
Αυτή η μοιρολατρική αποδοχή της άδικης υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών δημιούργησε μια «ελληνική Τεταρτοβάθμια Εκπαίδευση» με δυσανάλογη για τις πραγματικές ανάγκες της χώρας έκταση και συνακόλουθο υπέρογκο κόστος σε χρόνο και χρήμα για τους Ελληνες πτυχιούχους.
Είναι φανερό ότι αν το κόστος του εισιτηρίου για την είσοδο στον κόσμο της ειδίκευσης και επανειδίκευσης συνεχίσει να μετακυλίεται στην ευθύνη του εκπαιδευόμενου, ουσιαστικά δημιουργεί μια νέα κάθετη τομή διάκρισης ανάμεσα σε εκείνους που έχουν και σε εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν.
Χρήστος Κάτσικας
Πηγή: efsyn.gr
Δύο χρόνια μετά, το 2021, ο αριθμός αυξήθηκε σε 84.248. Μέσα σε έναν χρόνο, το 2022 ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών αυξήθηκε κατά σχεδόν 11.000, φτάνοντας τους 94.931. Εκτιμήσεις πανεπιστημιακών ανεβάζουν πάνω από 100.000 τους φοιτητές που είναι εγγεγραμμένοι σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα το 2024.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα απέχει πολύ από τα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς το μερίδιο των μεταπτυχιακών φοιτητών στην Ευρώπη είναι κατά μέσον όρο 29,18%. Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η Κύπρος είναι πρώτη με 46,44% και ακολουθεί η Ιταλία με 37,95%.
Ανάλογη είναι η αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, τα ελληνικά Πανεπιστήμια σήμερα προσφέρουν συνολικά 923 προγράμματα, ενώ το 2021 λειτουργούσαν 828 μεταπτυχιακά και το 2016 περίπου 600.
Βεβαίως, υπάρχει και η παράμετρος του οφέλους για τα ελληνικά Πανεπιστήμια, καθώς από τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών εισρέουν κονδύλια στα ταμεία των ιδρυμάτων, ενώ ενισχύονται και οι μηνιαίες απολαβές των διδασκόντων. Σήμερα τα δίδακτρα κυμαίνονται από 1.500 έως και 10.000 ευρώ ετησίως.
Kοινά μεταπτυχιακά
Με πρόσφατη απόφαση του Κυριάκου Πιερρακάκη, θα διατεθούν συνολικά 62.000.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 50.000.000 ευρώ προέρχεται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την περίοδο 2022-2025, προκειμένου τα ελληνικά ΑΕΙ να συνεργαστούν με ξένα για να δημιουργήσουν κοινά μεταπτυχιακά προγράμματα τα οποία «θα πρέπει να είναι καινοτόμα, να μην παρέχονται ήδη από τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και να παρέχονται με όρους προσιτούς για το κοινωνικό σύνολο». Κάθε ΑΕΙ μπορεί να υποβάλει όσες προτάσεις επιθυμεί υπό την προϋπόθεση πως δεν ξεπερνούν το ποσό των 15 εκατ. ευρώ συνολικά.
Σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, με τη σύναψη τέτοιων εκπαιδευτικών συμφωνιών αναμένεται να επιτευχθεί η παροχή εκπαίδευσης σε αντικείμενα για τα οποία μέχρι σήμερα είναι απαραίτητη η μετάβαση φοιτητών στο εξωτερικό, «θα ενδυναμωθεί η απασχόληση των Ελλήνων πανεπιστημιακών ερευνητών σε τομείς και αντικείμενα που η υφιστάμενη κατάσταση της αγοράς δεν διασφαλίζει την ανταγωνιστική προσέλκυσή τους, θα αποφευχθεί το brain drain, ενώ θα ενισχυθεί σοβαρά η προοπτική επιστροφής διακεκριμένων Ελλήνων επιστημόνων στη χώρα (brain gain), δεδομένου ότι ορισμένες εκπαιδευτικές υπηρεσίες που κρίνονται αναγκαίες από το κράτος/ή εξειδίκευση σε συγκεκριμένους τομείς δεν παρέχονται καθόλου από τα εγχώρια Πανεπιστήμια, είτε ότι δεν παρέχονται σε όρους προσιτούς για το κοινωνικό σύνολο και ότι για τον λόγο αυτό καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση του κράτους ώστε να αναθέσει την παροχή αυτών των υπηρεσιών στα ΑΕΙ σε συνεργασία με τα αλλοδαπά Πανεπιστήμια».
Τα δύο Πανεπιστήμια
Είναι πλέον ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι ένα νέο τοπίο έχει συγκροτηθεί στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση, μια νέα οροφή, που η μαζικότητα των «στηριγμάτων» της και το γεωγραφικό άπλωμά της οικοδομούν σταθερά έναν δεύτερο κύκλο σπουδών.
Bρισκόμαστε στη φύτρα μιας αναδυόμενης πραγματικότητας, όπου οι προπτυχιακές σπουδές, σε αρκετές περιπτώσεις, αποτελούν πλέον τον πρώτο κύκλο σπουδών στον οποίο συσσωρεύεται μια χαμηλής ποιότητας μαζική εκπαίδευση, χωρίς πόρους και υποδομές, αποκομμένη αναγκαστικά από το οξυγόνο της βασικής έρευνας και λειτουργικά προσαρμοσμένη στις φτηνότερες και προφανώς αναποτελεσματικότερες μορφές διδασκαλίας.
Πάνω από τον πρώτο κύκλο έχει ήδη συγκροτηθεί (και δυναμώνει με ταχύτητα) ο δεύτερος κύκλος σπουδών, που δεν είναι άλλος από τον «γαλαξία» των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα. Ουσιαστικά έχουν καθιερωθεί δύο Πανεπιστήμια. Ενα προπτυχιακό και ένα Πανεπιστήμιο… μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
Η απογείωση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων πριμοδοτείται από την προσπάθεια των πτυχιούχων να αυξήσουν το αντίκρισμα των τίτλων τους στην αγορά εργασίας κοντολογίς, για καλύτερο «πλασάρισμα» σε αυτήν, καθώς το «εφόδιο» του μεταπτυχιακού τίτλου έρχεται να «ξαναμοιράσει την τράπουλα» στον χώρο της επαγγελματικής απόδοσης των τίτλων.
Αδικη υποβάθμιση
Εδώ και αρκετά χρόνια σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα για να φτιαχτεί μεταπτυχιακό πρόγραμμα αφαιρέθηκαν μαθήματα από τον προπτυχιακό κύκλο και μεταφέρθηκαν στο μεταπτυχιακό! Σε άλλες περιπτώσεις πάλι αντιγράφτηκαν μαθήματα του προπτυχιακού κύκλου για να διδάσκονται στο μεταπτυχιακό με περισσότερες λεπτομέρειες και διαφορετικά συγγράμματα.
Αυτή η μοιρολατρική αποδοχή της άδικης υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών δημιούργησε μια «ελληνική Τεταρτοβάθμια Εκπαίδευση» με δυσανάλογη για τις πραγματικές ανάγκες της χώρας έκταση και συνακόλουθο υπέρογκο κόστος σε χρόνο και χρήμα για τους Ελληνες πτυχιούχους.
Είναι φανερό ότι αν το κόστος του εισιτηρίου για την είσοδο στον κόσμο της ειδίκευσης και επανειδίκευσης συνεχίσει να μετακυλίεται στην ευθύνη του εκπαιδευόμενου, ουσιαστικά δημιουργεί μια νέα κάθετη τομή διάκρισης ανάμεσα σε εκείνους που έχουν και σε εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν.
Χρήστος Κάτσικας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου