Ιστορικής σημασίας η υπ. αριθμόν 8320/2024 Απόφαση του Β´ τμήματος του Αρείου Πάγου υπέρ του πιο αδύναμου κρίκου σε μία ατομική σύμβαση εργασίας. Το δικαστήριο αποτελούμενο από την αντιπρόεδρο του Α.Π., Ολγα Σχετάκη – Μπονάτου, τον Ιωάννη Δουρουκλάκη, τον Γεώργιο Αυγέρη και τη Μαρία Χασιρτζόγλου, η οποία ήταν εισηγήτρια, αποδέχτηκε, ότι η ατομική σύμβαση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο είναι ετεροβαρής, πάντα υπέρ του ισχυρότερου κι ως εκ τούτου οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να προβαίνουν κατά την εκδίκαση των υποθέσεων σε αυστηρότερο έλεγχο των όρων εργασίας που περιλαμβάνονται σε αυτήν.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου που είχε υποβάλει η εταιρεία Aerocandia Aviation Services CY LTD για ένδικη διαφορά με πρώην εργαζόμενό της, μηχανικό αεροσκαφών, το Β' τμήμα του Α.Π., έκρινε ότι στην ατομική σύμβαση δεν έχουμε ισότιμους συμβαλλόμενους με την ίδια περίπου διαπραγματευτική ισχύ με αποτέλεσμα το ένα μέρος να είναι ισχυρότερο και να είναι έτσι σε θέση να επιβάλει τους όρους του ικανοποιώντας αποκλειστικά τα δικά του συμφέροντα και αγνοώντας δικαιολογημένα τα συμφέροντα του άλλου, τα οποία λόγω της διαπραγματευτικής του αδυναμίας δεν είναι σε θέση να προασπίσει αποτελεσματικά.
Στο κρίσιμο απόσπασμα της απόφασης του Α.Π. αναφέρονται:
«...Ακόμη και αν οι όροι της εργασιακής σύμβασης δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 Α.Κ., δηλαδή δεν περιέχουν υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου και δεν αντίκεινται γενικώς στα χρηστά ήθη, είναι δυνατόν να xαρακτηρίζονται από μια δυσανάλογη κατανομή συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οφειλόμενη στη συμβατική αδυναμία των συμβαλλομένων μερών, οπότε ελέγχονται με τις διατάξεις των άρθρων 25 του Συντάγματος και 281 Α.Κ., ως παραβιάζοντας τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος».
Δεδομένου ότι ήδη από το 2005, ο καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ Δ. Ζερδελής είχε υποστηρίξει με τη μονογραφία του «Kαταχρηστικοί όροι εργασίας» ότι τα δικαστήρια πρέπει να προβαίνουν σε αυστηρότερο έλεγχο των όρων της ατομικής σύμβασης, οι οποίοι μάλιστα «είναι προδιατυπωμένοι από τον εργοδότη», και να μην αρκούνται απλώς στην τήρηση ή όχι των χρηστών ηθών, ήταν εύλογο να του ζητήσουμε τον σχολιασμό της απόφασης του Α.Π., καθώς αποτελεί και μία προσωπική δικαίωση της θέσης που υποστήριζε επί 20 έτη.
«Η μέχρι τώρα νομολογία περιοριζόταν στον έλεγχο αν οι όροι που συμφώνησαν τα μέρη αντίκεινται ή όχι στα χρηστά ήθη (άρθρο 178, Α79 ΑΚ), τα οποία εκφράζουν τις στοιχειώδεις επιταγές της κοινωνικής ηθικής ή κατ’ άλλη διατύπωση, το “ηθικό ελάχιστον” που οφείλουν να τηρούν τα μέρη κάθε σύμβασης που καταρτίζεται. Ομως αν αυτό είναι σωστό και πρέπει να ισχύει όταν έχουμε ισότιμους συμβαλλόμενους με την ίδια περίπου διαπραγματευτική ισχύ, δεν είναι σωστό και δεν πρέπει να ισχύει όταν έχουμε συμβάσεις, στις οποίες το ένα μέρος είναι διαπραγματευτικά ισχυρότερο και είναι σε θέση να επιβάλει τους όρους του ικανοποιώντας αποκλειστικά τα δικά του συμφέροντα και αγνοώντας δικαιολογημένα συμφέροντα του άλλου μέρους, τα οποία, λόγω της διαπραγματευτικής του αδυναμίας, δεν είναι σε θέση να προασπίσει αποτελεσματικά» επισημαίνει ο έγκριτος νομικός.
Χριστίνα Κοψίνη
Πηγή: efsyn.gr
Στο κρίσιμο απόσπασμα της απόφασης του Α.Π. αναφέρονται:
«...Ακόμη και αν οι όροι της εργασιακής σύμβασης δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 Α.Κ., δηλαδή δεν περιέχουν υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου και δεν αντίκεινται γενικώς στα χρηστά ήθη, είναι δυνατόν να xαρακτηρίζονται από μια δυσανάλογη κατανομή συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οφειλόμενη στη συμβατική αδυναμία των συμβαλλομένων μερών, οπότε ελέγχονται με τις διατάξεις των άρθρων 25 του Συντάγματος και 281 Α.Κ., ως παραβιάζοντας τις αρχές της αναλογικότητας και της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος».
Δεδομένου ότι ήδη από το 2005, ο καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ Δ. Ζερδελής είχε υποστηρίξει με τη μονογραφία του «Kαταχρηστικοί όροι εργασίας» ότι τα δικαστήρια πρέπει να προβαίνουν σε αυστηρότερο έλεγχο των όρων της ατομικής σύμβασης, οι οποίοι μάλιστα «είναι προδιατυπωμένοι από τον εργοδότη», και να μην αρκούνται απλώς στην τήρηση ή όχι των χρηστών ηθών, ήταν εύλογο να του ζητήσουμε τον σχολιασμό της απόφασης του Α.Π., καθώς αποτελεί και μία προσωπική δικαίωση της θέσης που υποστήριζε επί 20 έτη.
«Η μέχρι τώρα νομολογία περιοριζόταν στον έλεγχο αν οι όροι που συμφώνησαν τα μέρη αντίκεινται ή όχι στα χρηστά ήθη (άρθρο 178, Α79 ΑΚ), τα οποία εκφράζουν τις στοιχειώδεις επιταγές της κοινωνικής ηθικής ή κατ’ άλλη διατύπωση, το “ηθικό ελάχιστον” που οφείλουν να τηρούν τα μέρη κάθε σύμβασης που καταρτίζεται. Ομως αν αυτό είναι σωστό και πρέπει να ισχύει όταν έχουμε ισότιμους συμβαλλόμενους με την ίδια περίπου διαπραγματευτική ισχύ, δεν είναι σωστό και δεν πρέπει να ισχύει όταν έχουμε συμβάσεις, στις οποίες το ένα μέρος είναι διαπραγματευτικά ισχυρότερο και είναι σε θέση να επιβάλει τους όρους του ικανοποιώντας αποκλειστικά τα δικά του συμφέροντα και αγνοώντας δικαιολογημένα συμφέροντα του άλλου μέρους, τα οποία, λόγω της διαπραγματευτικής του αδυναμίας, δεν είναι σε θέση να προασπίσει αποτελεσματικά» επισημαίνει ο έγκριτος νομικός.
Χριστίνα Κοψίνη
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου