Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

Ζουν ανάμεσά μας

Ζουν ανάμεσά μας. Πετεινά του ουρανού που δεν μερίμνησαν για το αύριο. Δεν ανέλαβαν δηλαδή δημόσια έργα με μιζέριες στα υλικά για να βγουν οι μίζες. Δεν δούλεψαν με φαντ για να αρπάξουν το σπίτι του άλλου. Δεν κατάφεραν να γίνουν αυτοδημιούργητοι εκατομμυριούχοι πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες (αν και στις μέρες μας η έκφραση αυτή πάσχει λόγω της προϊούσας εξαφάνισης των φυκιών). Δεν μπήκαν στον εύκολο δρόμο της βίας εναντίον των αδυνάτων. Δεν αποδέχτηκαν την οικογενειακή κληρονομιά που έγινε με αδικίες και τη μοίρασαν σε όσους είχαν ανάγκη.
Ενα πράγμα που διατηρούν στο ακέραιο είναι η αξιοπρέπειά τους. Τα ρούχα που τους απομένουν από τους παλαιούς καιρούς τα ισιώνουν με κατάνυξη κάθε βράδυ στο πρόχειρο ή σταθερό κατάλυμά τους ή ακόμα, όταν η τύχη το προστάζει, και κάτω από τους φιλόξενους ουρανούς. Τα λίγα αντικείμενα που έχουν συλλέξει από την παλιά τους ζωή τα κουβαλούν σε πλαστικές σακούλες που τις διαλέγουν με φωτεινά χρώματα. Οταν δεν έχουν χάσει τη μορφή τους με τα χρόνια, και αυτό μπορεί να συμβεί ανεξαρτήτως καταγωγής και κοινωνικής τάξης, διατηρούν όσο μπορούν τα μαλλιά τους, είναι η περηφάνια τους.
Ζώντας χωρίς να έχουν ζητήσει την ένταξή τους σε δομές, κάτι που όσο και να πεις δείχνει μια ματαίωση, έχουν αναπτύξει αυτοί οι ποιητές της ζωής μια ευαισθησία απέναντι στις προθέσεις του άλλου. Ετσι, ένας χώρος στον οποίο βρίσκουν καταφύγιο είναι τα νεκροταφεία. Ομως κι εκεί δεν πάνε απροετοίμαστοι. Πρέπει να έχουν κάτι να δείξουν. Να έχουν μια ταυτότητα. Από τους παλιούς καιρούς. Την οποία τότε που υπήρχαν και έγραφαν ποίηση ή έπαιζαν στο θέατρο δεν τη χρειάζονταν. Τώρα γίνεται το διαβατήριό τους. Να πώς με λένε. Να τι κάνω ή τι έκανα κάποτε. Η θλίψη κάνει πιο μαλακούς τους ανθρώπους.
Ετσι, στο όνομα μιας μνήμης, που δεν είναι απαραίτητο να είναι η μνήμη η σωστή, πλησιάζουν την ομήγυρή που κάθε τόσο καταφθάνει για να αποχαιρετήσει ακόμα έναν νεκρό. Και εκείνη τους δέχεται. Και πορεύονται για λίγο μαζί. Σαν μια τομή στον χρόνο. Πίνουν τον καφέ και το κονιάκ και κάποτε συνεχίζουν εκεί κοντά σε κάποιο μαγαζί με ψαρόσουπα. Πλήρες γεύμα για σήμερα. Τι γλυκύτητα στο πρόσωπό του. Γιατί αυτή τη σούπα τη μοιράζεται συζητώντας για την ποίηση, για τις τέχνες. Είναι παράξενο, αλλά αν μπεις σε αυτούς τους κόσμους κάποτε, ποτέ δεν βγαίνεις. Και πάντα έχεις να προσφέρεις στη συζήτηση κάτι απ’ όλα όσα κάποτε έζησες κι εσύ. Κάτι απ’ όσα έχεις διαβάσει. Κάτι απ’ όσα έχεις κρυφοκοιτάξει από τη γωνιά ενός θερινού σινεμά όταν πέφτει το σκοτάδι και οι μορφές των ανθρώπων στην οθόνη όλο και μεγαλώνουν. Ολο και γεμίζουν με νέες ιστορίες, τις ιστορίες σου.

Πέπη Ρηγοπούλου
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: