Η αντιπολίτευση εξαπολύει πυρά για την οικονομική πολιτική της ΝΔ και την ανεξέλεγκτη ακρίβεια που «ροκανίζει» τον μισθό. Τι λένε οι εργοδοτικές ενώσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού και τι ζητούν από την κυβέρνηση.
Καλοδεχούμενη αλλά δεν αρκεί, λένε τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ που ανακοίνωσε σήμερα η κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση εξαπολύει πυρά για την οικονομική πολιτική της ΝΔ και την ανεξέλεγκτη ακρίβεια που «ροκανίζει» τον μισθό. Ο κατώτατος πλέον αγγίζει τα 830 ευρώ και θα ισχύσει από 1η Απριλίου.
Καλοδεχούμενη αλλά δεν αρκεί, λένε τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ που ανακοίνωσε σήμερα η κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση εξαπολύει πυρά για την οικονομική πολιτική της ΝΔ και την ανεξέλεγκτη ακρίβεια που «ροκανίζει» τον μισθό. Ο κατώτατος πλέον αγγίζει τα 830 ευρώ και θα ισχύσει από 1η Απριλίου.
«Μέρες τώρα η Κυβέρνηση είχε διαφημίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, προσπαθώντας να αλλάξει την αρνητική ατζέντα που είχε διαμορφωθεί εναντίον της. Τελικά ο κύβος ερρίφθη στα 830 ευρώ μικτά, λίγο πάνω δηλαδή από τα 700 καθαρά για 600.000 εργαζόμενους, όταν το σύνολο των υπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα είναι 2,5εκ περίπου», σχολίασε ο Γιώργος Γαβρήλος, βουλευτής και τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ ζητά αύξηση του κατώτατου μισθού, τουλάχιστον στα 900 ευρώ. Επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και γενναία αύξηση του μέσου μισθού, ώστε να αντιμετωπισθεί η συνεχιζόμενη φτωχοποίηση των εργαζόμενων και της κοινωνίας.
«Η αύξηση για την οποία επαίρεται το κυβερνητικό επιτελείο κυμαίνεται περίπου στα 6,4%, με τον πληθωρισμό από το 2019 μέχρι σήμερα έχει αυξηθεί κατά 15%, την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων να είναι στο -33%, προτελευταία στην Ευρώπη των 27, και τον πληθωρισμό στα τρόφιμα να έχει ξεπεράσει το 6%. Η σκληρή πραγματικότητα που αρνείται η Κυβέρνηση να παραδεχτεί είναι πως κάθε αύξηση που έχει ανακοινωθεί, «καταπίνεται» από το κύμα ακρίβειας και υπερτιμήσεων, αφήνοντας τα νοικοκυριά ευάλωτα στις καθημερινές ανάγκες και υποχρεώσεις και οδηγώντας ακόμη και σε απώλεια δυο κατώτατων μισθών, ανά έτος», προσθέτει ο τομεάρχης.
Ερωτηθείς σχετικά ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Νίκος Ανδρουλάκης σημείωσε πως ο κατώτατος μισθός έπρεπε να είχε αυξηθεί καιρό τώρα. «Όμως, η ονομαστική αύξηση δεν αντιμετωπίζει την ακρίβεια και τις ανισότητες γιατί πολύ απλά ο πληθωρισμός καλπάζει. Όταν λοιπόν αυξάνεται ο κατώτατος μισθός τα τελευταία χρόνια 20% αλλά ο πληθωρισμός στα τρόφιμα κατά 32%, καταλαβαίνετε ότι πρέπει να καταπολεμήσουμε την ακρίβεια, τα καρτέλ και όσους δεν επιτρέπουν μέσα από την κερδοσκοπία και την απληστία τους να αποκλιμακωθούν οι τιμές. Η Νέα Δημοκρατία και σε αυτό το κορυφαίο ζήτημα κάνει επικοινωνιακά προεκλογικά παιχνίδια» επισήμανε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Σε ανακοίνωσή του το γραφείο Τύπου του ΚΚΕ σημειώνει ότι «η κυβέρνηση της ΝΔ, ειδική στις πάσης φύσεως “συγκαλύψεις”, προσπαθεί -με αφορμή τις σημερινές ανακοινώσεις- να συγκαλύψει την πραγματική ληστεία που συντελείται σε βάρος του εργατικού λαϊκού εισοδήματος, αξιοποιώντας το γνωστό άθλιο νόμο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ (Βρούτση - Αχτσιόγλου) περί κυβερνητικού καθορισμού του κατώτατου μισθού.
«Η κυβέρνηση ουσιαστικά κρατά παγωμένο τον κατώτατο μισθό στο επίπεδο των 714 ευρώ καθαρά, αγνοώντας επιδεικτικά τα αιτήματα των συνδικάτων για ουσιαστικές αυξήσεις, τη στιγμή που οι γενικευμένες ανατιμήσεις σε τρόφιμα, ενοίκια, είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης οδηγούν τους μισθούς να τελειώνουν, με βάση τα επίσημα στοιχεία, την 19η μέρα για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατικών νοικοκυριών. Επιπλέον, λόγω των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, τα part time με τη μερική εργασία και ζωή, αλλά και των απαράδεκτων συμβάσεων που η ίδια κυβέρνηση νομοθετεί (λευκές συμβάσεις, μηδενικές ώρες), χιλιάδες εργαζόμενοι καλούνται να τα βγάλουν πέρα με καθαρούς μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 350 ευρώ!», σχολιάζει ο Περισσός.
«Αυτά είναι τα πραγματικά νούμερα, αυτά είναι τα πραγματικά εισοδήματα για τους πολλούς και όχι τα ψέματα που αραδιάζονται από την κυβέρνηση με θράσος.
Ο κατώτατος μισθός, που πριν 15 χρόνια με υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης έφτανε στα 751 ευρώ, ήταν η βάση έναρξης της εργασιακής ζωής και αφορούσε νέους, άγαμους, νεοπροσλαμβανόμενους και ανειδίκευτους εργαζόμενους. Με αυτό το ποσό αμειβόταν ένα μικρό κομμάτι του συνόλου των εργαζομένων της χώρας. Σήμερα με τους συνεχόμενους απαράδεκτους νόμους που έχουν τορπιλίσει τις συλλογικές συμβάσεις, με το νομοθετικό δικαίωμα που κρατάει στα χέρια της η κυβέρνηση για να ορίζει ό,τι θέλει (βλ. ΣΕΒ) ως κατώτατο μισθό, με το δικαίωμα που έχει αποκτήσει να βάζει εμπόδια σε κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις, έχουν κατρακυλήσει στο κατώτερο επίπεδο αμοιβής την πλειοψηφία των εργαζομένων, που πλέον αμείβονται με τον κατώτατο μισθό που υπήρχε πριν 15 χρόνια. Δηλαδή συμπαρασύρεται συνολικά προς τα κάτω ο μέσος μισθός, γεγονός που αποτελεί διακαή πόθο των εργοδοτικών ενώσεων. Ενδεικτικά, με βάση τα στοιχεία του ίδιου του Υπουργείου Εργασίας και του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, το 53,7% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται κάτω από 1000 ευρώ μεικτά! Το 12,7% από αυτούς μάλιστα αμείβονται με 500 ευρώ και κάτω!», αναφέρει το ΚΚΕ.
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η κυβέρνηση απέχει πολύ από τις σημερινές και πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Tα 830 ευρώ δεν μπορούν να αντισταθμίσουν ούτε το κόστος ζωής που έχει εκτιναχθεί από τον πληθωρισμό της απληστίας και την αισχροκέρδεια των ολιγοπωλίων, ούτε τις σωρευμένες απώλειες της αγοραστικής δύναμης των τελευταίων ετών», επισημαίνει η Νέα Αριστερά.
«Τα παραπάνω δεν αποτελούν αντιπολιτευτικό ισχυρισμό, τεκμηριώνονται από μια σειρά αδιαμφισβήτητων στοιχείων. Η Ελλάδα βρίσκεται δεύτερη από το τέλος μεταξύ των 27 της ΕΕ, στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με όρους αγοραστικής δύναμης, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat για το 2023. Επίσης, σύμφωνα με το Ινστιτούτο της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, τη διετία 2022-23 οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 9,4%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 9,3% σε σύγκριση με το 2021, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε Ευρωζώνη και ΕΕ είναι 2,1%», τονίζουν.
«Ο γενικός δείκτης πληθωρισμού έχει αυξηθεί κατά 14,3% την περίοδο 2021-2023, ενώ στο δίμηνο του 2024 έχουμε αύξηση 3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Όλο αυτό το διάστημα ο πληθωρισμός τροφίμων είναι πολλαπλάσιος του γενικού δείκτη και στο δίμηνο του 2024 οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 7,5% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Οι πραγματικοί μισθοί και η αγοραστική δύναμη των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων μειώνονται με ευθύνη του κ. Μητσοτάκη, ενώ η εργασία παραμένει φτηνή και ανεπαρκώς προστατευμένη. Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης προσβάλλουν και προκαλούν τους εργαζόμενους», καταλήγουν στη Νέα Αριστερά.
Τι λένε οι εργοδοτικές ενώσεις
ΒΕΑ: Ανάσα για τους εργαζόμενους, επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις
«Η νέα αύξηση κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας.
Προσθέτει ότι είναι, σαφέστατα, προς τη θετική κατεύθυνση η ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων πολιτών της χώρας, αλλά σημειώνει ότι αυξάνεται η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων, για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση, υπολογίζει.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, ζητάει την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, εντός του 2024, κι όχι το 2025 όπως προβλέπει ο κυβερνητικός σχεδιασμός.
Ακόμη, προσθέτει, είναι απολύτως αναγκαίο, αφού η χώρα έχει βγει από την σκληρή επιτήρηση των Μνημονίων, να επανέλθει το σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
ΕΒΕΑ: Απαιτούνται παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
«Αναγκαία η αύξηση του κατώτατου μισθού για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, απαιτούνται όμως παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας» σημείωσε η πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου.
Επίσης σχολίασε ότι «η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων σαφώς παραμένει στόχος προτεραιότητας για την Πολιτεία. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αγωνίζονται να παραμείνουν ανταγωνιστικές και βιώσιμες, σε ένα απαιτητικό περιβάλλον».
«Χρειάζεται γι' αυτό να συνδυαστεί με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας, μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, δημιουργία κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών.
Η σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σε διάλογο με την αγορά και σε συνάρτηση με τις δυνατότητες των μικρομεσαίων ειδικά επιχειρήσεων, είναι απαραίτητη. Παραμένει, όμως, διαρκής η ανάγκη για μια οικονομία περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική, ικανή να υποστηρίζει περισσότερες αλλά και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας».
ΕΕΑ: Χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει»
«Ναι στην αύξηση του κατώτατου αλλά χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει» σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
«Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τάσσεται πάντα υπέρ της αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων. Ειδικά σε αυτή την περίοδο που η ακρίβεια πιέζει ασφυκτικά τα νοικοκυριά. Οπότε είμαστε σαφώς θετικοί στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ. Εξάλλου έτσι θα στηριχθεί και η αγορά. Σε αυτό όμως που είμαστε αντίθετοι είναι στο γεγονός ότι αυτή η νέα αύξηση έρχεται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε επιπλέον βάρη.
Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, επιβαρύνονται κι άλλο σε μία χρονική στιγμή που η βιωσιμότητα τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η επιπλέον φορολόγηση, ο βραχνάς των ανεξόφλητων οφειλών.
Αν θέλουμε πραγματικά ως χώρα να δούμε επιτέλους ένα καλύτερο μέλλον, πρέπει η Πολιτεία να δει και τις ανάγκες της πολύ μικρής, της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Είναι και οι μικρομεσαίες που μπορούν να παράξουν πλούτο, να αυξήσουν τις θέσεις απασχόλησης, να στηρίξουν τα δημόσια έσοδα. Και δικαιούνται μίας καλύτερης μεταχείρισης», αναφέρει στη δήλωσή του.
►Καλοδεχούμενη η αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά να συνδυαστεί με μείωση του μη μισθολογικού κόστους ανέφερε ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης.
Πηγή: efsyn.gr
Ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ ζητά αύξηση του κατώτατου μισθού, τουλάχιστον στα 900 ευρώ. Επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και γενναία αύξηση του μέσου μισθού, ώστε να αντιμετωπισθεί η συνεχιζόμενη φτωχοποίηση των εργαζόμενων και της κοινωνίας.
«Η αύξηση για την οποία επαίρεται το κυβερνητικό επιτελείο κυμαίνεται περίπου στα 6,4%, με τον πληθωρισμό από το 2019 μέχρι σήμερα έχει αυξηθεί κατά 15%, την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων να είναι στο -33%, προτελευταία στην Ευρώπη των 27, και τον πληθωρισμό στα τρόφιμα να έχει ξεπεράσει το 6%. Η σκληρή πραγματικότητα που αρνείται η Κυβέρνηση να παραδεχτεί είναι πως κάθε αύξηση που έχει ανακοινωθεί, «καταπίνεται» από το κύμα ακρίβειας και υπερτιμήσεων, αφήνοντας τα νοικοκυριά ευάλωτα στις καθημερινές ανάγκες και υποχρεώσεις και οδηγώντας ακόμη και σε απώλεια δυο κατώτατων μισθών, ανά έτος», προσθέτει ο τομεάρχης.
Ερωτηθείς σχετικά ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Νίκος Ανδρουλάκης σημείωσε πως ο κατώτατος μισθός έπρεπε να είχε αυξηθεί καιρό τώρα. «Όμως, η ονομαστική αύξηση δεν αντιμετωπίζει την ακρίβεια και τις ανισότητες γιατί πολύ απλά ο πληθωρισμός καλπάζει. Όταν λοιπόν αυξάνεται ο κατώτατος μισθός τα τελευταία χρόνια 20% αλλά ο πληθωρισμός στα τρόφιμα κατά 32%, καταλαβαίνετε ότι πρέπει να καταπολεμήσουμε την ακρίβεια, τα καρτέλ και όσους δεν επιτρέπουν μέσα από την κερδοσκοπία και την απληστία τους να αποκλιμακωθούν οι τιμές. Η Νέα Δημοκρατία και σε αυτό το κορυφαίο ζήτημα κάνει επικοινωνιακά προεκλογικά παιχνίδια» επισήμανε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Σε ανακοίνωσή του το γραφείο Τύπου του ΚΚΕ σημειώνει ότι «η κυβέρνηση της ΝΔ, ειδική στις πάσης φύσεως “συγκαλύψεις”, προσπαθεί -με αφορμή τις σημερινές ανακοινώσεις- να συγκαλύψει την πραγματική ληστεία που συντελείται σε βάρος του εργατικού λαϊκού εισοδήματος, αξιοποιώντας το γνωστό άθλιο νόμο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ (Βρούτση - Αχτσιόγλου) περί κυβερνητικού καθορισμού του κατώτατου μισθού.
«Η κυβέρνηση ουσιαστικά κρατά παγωμένο τον κατώτατο μισθό στο επίπεδο των 714 ευρώ καθαρά, αγνοώντας επιδεικτικά τα αιτήματα των συνδικάτων για ουσιαστικές αυξήσεις, τη στιγμή που οι γενικευμένες ανατιμήσεις σε τρόφιμα, ενοίκια, είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης οδηγούν τους μισθούς να τελειώνουν, με βάση τα επίσημα στοιχεία, την 19η μέρα για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατικών νοικοκυριών. Επιπλέον, λόγω των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, τα part time με τη μερική εργασία και ζωή, αλλά και των απαράδεκτων συμβάσεων που η ίδια κυβέρνηση νομοθετεί (λευκές συμβάσεις, μηδενικές ώρες), χιλιάδες εργαζόμενοι καλούνται να τα βγάλουν πέρα με καθαρούς μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 350 ευρώ!», σχολιάζει ο Περισσός.
«Αυτά είναι τα πραγματικά νούμερα, αυτά είναι τα πραγματικά εισοδήματα για τους πολλούς και όχι τα ψέματα που αραδιάζονται από την κυβέρνηση με θράσος.
Ο κατώτατος μισθός, που πριν 15 χρόνια με υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης έφτανε στα 751 ευρώ, ήταν η βάση έναρξης της εργασιακής ζωής και αφορούσε νέους, άγαμους, νεοπροσλαμβανόμενους και ανειδίκευτους εργαζόμενους. Με αυτό το ποσό αμειβόταν ένα μικρό κομμάτι του συνόλου των εργαζομένων της χώρας. Σήμερα με τους συνεχόμενους απαράδεκτους νόμους που έχουν τορπιλίσει τις συλλογικές συμβάσεις, με το νομοθετικό δικαίωμα που κρατάει στα χέρια της η κυβέρνηση για να ορίζει ό,τι θέλει (βλ. ΣΕΒ) ως κατώτατο μισθό, με το δικαίωμα που έχει αποκτήσει να βάζει εμπόδια σε κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις, έχουν κατρακυλήσει στο κατώτερο επίπεδο αμοιβής την πλειοψηφία των εργαζομένων, που πλέον αμείβονται με τον κατώτατο μισθό που υπήρχε πριν 15 χρόνια. Δηλαδή συμπαρασύρεται συνολικά προς τα κάτω ο μέσος μισθός, γεγονός που αποτελεί διακαή πόθο των εργοδοτικών ενώσεων. Ενδεικτικά, με βάση τα στοιχεία του ίδιου του Υπουργείου Εργασίας και του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, το 53,7% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται κάτω από 1000 ευρώ μεικτά! Το 12,7% από αυτούς μάλιστα αμείβονται με 500 ευρώ και κάτω!», αναφέρει το ΚΚΕ.
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η κυβέρνηση απέχει πολύ από τις σημερινές και πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων. Tα 830 ευρώ δεν μπορούν να αντισταθμίσουν ούτε το κόστος ζωής που έχει εκτιναχθεί από τον πληθωρισμό της απληστίας και την αισχροκέρδεια των ολιγοπωλίων, ούτε τις σωρευμένες απώλειες της αγοραστικής δύναμης των τελευταίων ετών», επισημαίνει η Νέα Αριστερά.
«Τα παραπάνω δεν αποτελούν αντιπολιτευτικό ισχυρισμό, τεκμηριώνονται από μια σειρά αδιαμφισβήτητων στοιχείων. Η Ελλάδα βρίσκεται δεύτερη από το τέλος μεταξύ των 27 της ΕΕ, στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με όρους αγοραστικής δύναμης, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat για το 2023. Επίσης, σύμφωνα με το Ινστιτούτο της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, τη διετία 2022-23 οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 9,4%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 9,3% σε σύγκριση με το 2021, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε Ευρωζώνη και ΕΕ είναι 2,1%», τονίζουν.
«Ο γενικός δείκτης πληθωρισμού έχει αυξηθεί κατά 14,3% την περίοδο 2021-2023, ενώ στο δίμηνο του 2024 έχουμε αύξηση 3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Όλο αυτό το διάστημα ο πληθωρισμός τροφίμων είναι πολλαπλάσιος του γενικού δείκτη και στο δίμηνο του 2024 οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 7,5% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Οι πραγματικοί μισθοί και η αγοραστική δύναμη των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων μειώνονται με ευθύνη του κ. Μητσοτάκη, ενώ η εργασία παραμένει φτηνή και ανεπαρκώς προστατευμένη. Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης προσβάλλουν και προκαλούν τους εργαζόμενους», καταλήγουν στη Νέα Αριστερά.
Τι λένε οι εργοδοτικές ενώσεις
ΒΕΑ: Ανάσα για τους εργαζόμενους, επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις
«Η νέα αύξηση κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας.
Προσθέτει ότι είναι, σαφέστατα, προς τη θετική κατεύθυνση η ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων πολιτών της χώρας, αλλά σημειώνει ότι αυξάνεται η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων, για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση, υπολογίζει.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, ζητάει την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, εντός του 2024, κι όχι το 2025 όπως προβλέπει ο κυβερνητικός σχεδιασμός.
Ακόμη, προσθέτει, είναι απολύτως αναγκαίο, αφού η χώρα έχει βγει από την σκληρή επιτήρηση των Μνημονίων, να επανέλθει το σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
ΕΒΕΑ: Απαιτούνται παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
«Αναγκαία η αύξηση του κατώτατου μισθού για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, απαιτούνται όμως παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας» σημείωσε η πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου.
Επίσης σχολίασε ότι «η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων σαφώς παραμένει στόχος προτεραιότητας για την Πολιτεία. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αγωνίζονται να παραμείνουν ανταγωνιστικές και βιώσιμες, σε ένα απαιτητικό περιβάλλον».
«Χρειάζεται γι' αυτό να συνδυαστεί με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας, μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, δημιουργία κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών.
Η σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σε διάλογο με την αγορά και σε συνάρτηση με τις δυνατότητες των μικρομεσαίων ειδικά επιχειρήσεων, είναι απαραίτητη. Παραμένει, όμως, διαρκής η ανάγκη για μια οικονομία περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική, ικανή να υποστηρίζει περισσότερες αλλά και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας».
ΕΕΑ: Χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει»
«Ναι στην αύξηση του κατώτατου αλλά χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει» σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
«Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τάσσεται πάντα υπέρ της αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων. Ειδικά σε αυτή την περίοδο που η ακρίβεια πιέζει ασφυκτικά τα νοικοκυριά. Οπότε είμαστε σαφώς θετικοί στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ. Εξάλλου έτσι θα στηριχθεί και η αγορά. Σε αυτό όμως που είμαστε αντίθετοι είναι στο γεγονός ότι αυτή η νέα αύξηση έρχεται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε επιπλέον βάρη.
Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, επιβαρύνονται κι άλλο σε μία χρονική στιγμή που η βιωσιμότητα τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η επιπλέον φορολόγηση, ο βραχνάς των ανεξόφλητων οφειλών.
Αν θέλουμε πραγματικά ως χώρα να δούμε επιτέλους ένα καλύτερο μέλλον, πρέπει η Πολιτεία να δει και τις ανάγκες της πολύ μικρής, της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Είναι και οι μικρομεσαίες που μπορούν να παράξουν πλούτο, να αυξήσουν τις θέσεις απασχόλησης, να στηρίξουν τα δημόσια έσοδα. Και δικαιούνται μίας καλύτερης μεταχείρισης», αναφέρει στη δήλωσή του.
►Καλοδεχούμενη η αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά να συνδυαστεί με μείωση του μη μισθολογικού κόστους ανέφερε ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης.
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου