- Νέα Υόρκη
Στην Πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ χρειάζεσαι μόλις 15 λεπτά για να πας με το αυτοκίνητο από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, στο College of New Jersey. Το πρώτο είναι ιδιωτικό Πανεπιστήμιο και το δεύτερο δημόσιο. Οπως εξηγούσε όμως πριν από μερικά χρόνια ο Ρίτσαρντ Βέντερ, καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας με ειδίκευση στην ανώτατη εκπαίδευση, το ιδιωτικό Πρίνστον λαμβάνει τουλάχιστον δέκα φορές περισσότερα χρήματα από κρατικά ταμεία σε σχέση με το δημόσιο Κολέγιο του Νιου Τζέρσεϊ.
Σε ανάλυσή του στο περιοδικό Forbes, με τίτλο «Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα πραγματικά ιδιωτικό Πανεπιστήμιο», ο Βέντερ απαριθμούσε όλους τους τρόπους με τους οποίους οι Αμερικανοί φορολογούμενοι επιδοτούν την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση: ομοσπονδιακά δάνεια σε φοιτητές (τα οποία προκαλούν αστρονομικές αυξήσεις στα δίδακτρα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων), διάφορων ειδών κρατικά επιδόματα και φοροαπαλλαγές για τα δίδακτρα, απαλλαγές από τον φόρο για δωρεές προς τα σχολεία και σχεδόν ολοκληρωτική φοροασυλία των Πανεπιστημίων από φόρους ακίνητης περιουσίας. Αν κοιτάξεις τις δηλώσεις τους στην εφορία, θα πίστευες ότι τα κτίρια των ιδιωτικών Πανεπιστημίων «κατασκευάζονται δωρεάν από το Θεό», έγραφε ο Βέντερ.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ο Αμερικανός ιστορικός δεν πραγματοποιεί την κριτική του από αριστερή σκοπιά για να καυτηριάσει τη διαρκή αιμορραγία των δημόσιων ταμείων προς τους ιδιώτες και τη συνεχή αναδιανομή του πλούτου από τους φτωχότερους φορολογούμενους προς τα εύπορα στρώματα που μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Ο ίδιος είναι libertarian, δηλαδή ακραιφνής νεοφιλελεύθερος, και θεωρεί ντροπή για τον ιδιωτικό τομέα να λαμβάνει χρήματα από το κράτος (κάτι που οι Ελληνες «εντερπρενέρ» φαίνεται να ξεχνούν κάθε φορά που εκλιπαρούν γονατιστοί για ένα ακόμη ΕΣΠΑ). Παρ’ όλα αυτά, οι έρευνές του ρίχνουν φως στα ακραία κρατικοδίαιτα χαρακτηριστικά των αμερικανικών ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Ακόμη δεν έχουμε μιλήσει φυσικά για τις επιδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων με τις οποίες τα κεφάλαια από δημόσια ταμεία προωθούνται σε Πανεπιστήμια, ενώ τα αποτελέσματα των ερευνών προσφέρονται συνήθως σαν «δώρα» προς ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες διαφορετικά θα έπρεπε να δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα Ερευνας και Ανάπτυξης. Μόνο το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (NIH) προσφέρει 30 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο σε Πανεπιστήμια για βασική βιοϊατρική έρευνα και ακολουθούν φορείς όπως το Εθνικό Ιδρυμα Επιστημών (NSF), το υπουργείο Ενέργειας και το Πεντάγωνο.
Πέρα όμως από την έρευνα, το 2020 οι αμερικανικές Πολιτείες προσέφεραν άμεση οικονομική βοήθεια (πέραν δηλαδή από τις φοροαπαλλαγές) 2,68 δισ. δολαρίων σε ιδιωτικά κολέγια, ποσό που αντιστοιχεί σε 563 δολάρια για κάθε φοιτητή στις ΗΠΑ (άλλοι ερευνητές με διαφορετικούς υπολογισμούς ανεβάζουν το ποσό στα τέσσερα δισεκατομμύρια τον χρόνο). Στην Πενσιλβάνια, τα χρήματα αυτά αντιστοιχούν στο 8,9% του συνολικού προϋπολογισμού της Πολιτείας, δηλαδή για κάθε δέκα δολάρια που μπορεί να δαπανήσει για κοινωνικές ανάγκες σχεδόν το ένα πηγαίνει σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια όχι μόνο αδειάζουν ανερυθρίαστα τα δημόσια ταμεία αλλά εξεγείρονται όταν υποψιάζονται ότι μπορεί να χάσουν ένα κομμάτι της κρατικής πίτας προς όφελος των δημοσίων Πανεπιστημίων. Το 2017, παραδείγματος χάριν, αντέδρασαν με οργή όταν πληροφορήθηκαν ότι ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Αντριου Κουόμο, σκεφτόταν να προσφέρει δωρεάν φοίτηση σε παιδιά φτωχών οικογενειών, με την προϋπόθεση ότι θα επέλεγαν δημόσια Πανεπιστήμια και Κολέγια. «Και γιατί μόνο στα δημόσια;» ήταν η απάντηση του ιδιωτικού τομέα που είδε άλλη μια χρυσή ευκαιρία κερδοφορίας σε βάρος των φορολογούμενων.
Η σχετική πρακτική δεν αφορά βέβαια μόνο την ανώτατη εκπαίδευση, αλλά επεκτείνεται εδώ και δεκαετίες και στα σχολεία. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί σε τουλάχιστον 42 Πολιτείες εκμεταλλεύτηκαν το κλείσιμο δημοσίων σχολείων για να προωθήσουν νομοσχέδια που προέβλεπαν τρομακτική αύξηση των δημόσιων κονδυλίων προς ιδιωτικά σχολεία.
Η σχετική πρακτική ξεκίνησε πριν από περίπου τρεις δεκαετίες σε Πολιτείες όπως αυτή του Ουισκόνσιν, που προσέφεραν δημόσια χρήματα σε φτωχές οικογένειες για να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Η συγκεκριμένη ρύθμιση λειτούργησε ουσιαστικά σαν κερκόπορτα, με αποτέλεσμα σήμερα τα χρήματα σε αρκετές Πολιτείες να προσφέρονται ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση μιας οικογένειας – ένας πλούσιος δηλαδή μπορεί να επιδοτείται από την Πολιτεία για να στέλνει το παιδί του δωρεάν σε ιδιωτικό σχολείο, πάντα σε βάρος των φορολογούμενων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, όπως στο Τέξας, τα σχετικά κεφάλαια δίνονται για να εξυπηρετηθεί μια αντιδραστική πολιτική ατζέντα: οι γονείς λαμβάνουν χρήματα για να μπορούν να αποφεύγουν το «φιλελεύθερο» διδακτικό πρόγραμμα των δημόσιων σχολείων και να έχουν την «ελευθερία» να στείλουν στα παιδιά τους σε αντιδραστικά ιδιωτικά ιδρύματα. Εάν, παραδείγματος χάριν, διαφωνούν με τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών μπορούν να λάβουν χρήματα για να επιλέξουν ένα ιδιωτικό θρησκευτικό σχολείο. Η μητρόπολη δηλαδή του δυτικού καπιταλισμού επιχορηγεί τους δικούς της χριστιανικούς «μεντρεσέδες», στέλνοντας τον λογαριασμό στους φορολογούμενους πολίτες.
Άρης Χατζηγεωργίου
Πηγή: info-war.gr
Σε ανάλυσή του στο περιοδικό Forbes, με τίτλο «Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα πραγματικά ιδιωτικό Πανεπιστήμιο», ο Βέντερ απαριθμούσε όλους τους τρόπους με τους οποίους οι Αμερικανοί φορολογούμενοι επιδοτούν την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση: ομοσπονδιακά δάνεια σε φοιτητές (τα οποία προκαλούν αστρονομικές αυξήσεις στα δίδακτρα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων), διάφορων ειδών κρατικά επιδόματα και φοροαπαλλαγές για τα δίδακτρα, απαλλαγές από τον φόρο για δωρεές προς τα σχολεία και σχεδόν ολοκληρωτική φοροασυλία των Πανεπιστημίων από φόρους ακίνητης περιουσίας. Αν κοιτάξεις τις δηλώσεις τους στην εφορία, θα πίστευες ότι τα κτίρια των ιδιωτικών Πανεπιστημίων «κατασκευάζονται δωρεάν από το Θεό», έγραφε ο Βέντερ.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ο Αμερικανός ιστορικός δεν πραγματοποιεί την κριτική του από αριστερή σκοπιά για να καυτηριάσει τη διαρκή αιμορραγία των δημόσιων ταμείων προς τους ιδιώτες και τη συνεχή αναδιανομή του πλούτου από τους φτωχότερους φορολογούμενους προς τα εύπορα στρώματα που μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Ο ίδιος είναι libertarian, δηλαδή ακραιφνής νεοφιλελεύθερος, και θεωρεί ντροπή για τον ιδιωτικό τομέα να λαμβάνει χρήματα από το κράτος (κάτι που οι Ελληνες «εντερπρενέρ» φαίνεται να ξεχνούν κάθε φορά που εκλιπαρούν γονατιστοί για ένα ακόμη ΕΣΠΑ). Παρ’ όλα αυτά, οι έρευνές του ρίχνουν φως στα ακραία κρατικοδίαιτα χαρακτηριστικά των αμερικανικών ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Ακόμη δεν έχουμε μιλήσει φυσικά για τις επιδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων με τις οποίες τα κεφάλαια από δημόσια ταμεία προωθούνται σε Πανεπιστήμια, ενώ τα αποτελέσματα των ερευνών προσφέρονται συνήθως σαν «δώρα» προς ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες διαφορετικά θα έπρεπε να δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα Ερευνας και Ανάπτυξης. Μόνο το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (NIH) προσφέρει 30 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο σε Πανεπιστήμια για βασική βιοϊατρική έρευνα και ακολουθούν φορείς όπως το Εθνικό Ιδρυμα Επιστημών (NSF), το υπουργείο Ενέργειας και το Πεντάγωνο.
Πέρα όμως από την έρευνα, το 2020 οι αμερικανικές Πολιτείες προσέφεραν άμεση οικονομική βοήθεια (πέραν δηλαδή από τις φοροαπαλλαγές) 2,68 δισ. δολαρίων σε ιδιωτικά κολέγια, ποσό που αντιστοιχεί σε 563 δολάρια για κάθε φοιτητή στις ΗΠΑ (άλλοι ερευνητές με διαφορετικούς υπολογισμούς ανεβάζουν το ποσό στα τέσσερα δισεκατομμύρια τον χρόνο). Στην Πενσιλβάνια, τα χρήματα αυτά αντιστοιχούν στο 8,9% του συνολικού προϋπολογισμού της Πολιτείας, δηλαδή για κάθε δέκα δολάρια που μπορεί να δαπανήσει για κοινωνικές ανάγκες σχεδόν το ένα πηγαίνει σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια όχι μόνο αδειάζουν ανερυθρίαστα τα δημόσια ταμεία αλλά εξεγείρονται όταν υποψιάζονται ότι μπορεί να χάσουν ένα κομμάτι της κρατικής πίτας προς όφελος των δημοσίων Πανεπιστημίων. Το 2017, παραδείγματος χάριν, αντέδρασαν με οργή όταν πληροφορήθηκαν ότι ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Αντριου Κουόμο, σκεφτόταν να προσφέρει δωρεάν φοίτηση σε παιδιά φτωχών οικογενειών, με την προϋπόθεση ότι θα επέλεγαν δημόσια Πανεπιστήμια και Κολέγια. «Και γιατί μόνο στα δημόσια;» ήταν η απάντηση του ιδιωτικού τομέα που είδε άλλη μια χρυσή ευκαιρία κερδοφορίας σε βάρος των φορολογούμενων.
Η σχετική πρακτική δεν αφορά βέβαια μόνο την ανώτατη εκπαίδευση, αλλά επεκτείνεται εδώ και δεκαετίες και στα σχολεία. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί σε τουλάχιστον 42 Πολιτείες εκμεταλλεύτηκαν το κλείσιμο δημοσίων σχολείων για να προωθήσουν νομοσχέδια που προέβλεπαν τρομακτική αύξηση των δημόσιων κονδυλίων προς ιδιωτικά σχολεία.
Η σχετική πρακτική ξεκίνησε πριν από περίπου τρεις δεκαετίες σε Πολιτείες όπως αυτή του Ουισκόνσιν, που προσέφεραν δημόσια χρήματα σε φτωχές οικογένειες για να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Η συγκεκριμένη ρύθμιση λειτούργησε ουσιαστικά σαν κερκόπορτα, με αποτέλεσμα σήμερα τα χρήματα σε αρκετές Πολιτείες να προσφέρονται ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση μιας οικογένειας – ένας πλούσιος δηλαδή μπορεί να επιδοτείται από την Πολιτεία για να στέλνει το παιδί του δωρεάν σε ιδιωτικό σχολείο, πάντα σε βάρος των φορολογούμενων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, όπως στο Τέξας, τα σχετικά κεφάλαια δίνονται για να εξυπηρετηθεί μια αντιδραστική πολιτική ατζέντα: οι γονείς λαμβάνουν χρήματα για να μπορούν να αποφεύγουν το «φιλελεύθερο» διδακτικό πρόγραμμα των δημόσιων σχολείων και να έχουν την «ελευθερία» να στείλουν στα παιδιά τους σε αντιδραστικά ιδιωτικά ιδρύματα. Εάν, παραδείγματος χάριν, διαφωνούν με τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών μπορούν να λάβουν χρήματα για να επιλέξουν ένα ιδιωτικό θρησκευτικό σχολείο. Η μητρόπολη δηλαδή του δυτικού καπιταλισμού επιχορηγεί τους δικούς της χριστιανικούς «μεντρεσέδες», στέλνοντας τον λογαριασμό στους φορολογούμενους πολίτες.
Άρης Χατζηγεωργίου
Πηγή: info-war.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου